Γη από χορτάρι άγριο ίσαμε τη θαλασσινή παρουσία
κορφή χιονισμένη μοναξιά με το άστρο ακοίμητο λυχνοστάτη
θα σκεπάσω με το πανωφόρι μου τη χαμηλή σου στέγη πολιτεία
να μη κρυώνεις τώρα που πέρασε πάνω σου η φωνή μου
που τα χαμόγελα του ήλιου σου χάθηκαν πίσω απ' τα καμένα δάση.
Εικοσιπέντε χρόνια ποτίστηκαν οι πόθοι μου με σοροκάδα
ερείπια τα χέρια μου δένονται πίσω στον αυχένα
αφήστε με να κοιμηθώ αυτήν την άγρια νύχτα πάνω στα καλάμια
θα ξυπνήσω με το πρώτο φιλί της μέρας στα χείλια μου
αγάπη τρυφερή το σύννεφο θα διπλώσω αύριο στα πόδια μου.
Ωστόσο πρέπει να περιμένω αδέρφια
τη φωνή μου ταξιδεύει μακριά κι αργεί πίσω νάρθει
τη φωνή που τρέχει στα λασποδρόμια και πολεμάει τους ίσκιους
αύριο γυρίζοντας πετροκέρασο θα μου χαρίσει την εντύπωση
η φωνή μου που έφυγε χτες καλπάζοντας στις πεδιάδες με το ποταμίσιο όνομα.
Απόψε δύο αστραπές φώτισαν τον δρόμο απ' το άλικο γέλιο της
άνοιξε γαρύφαλλο άσπρο η εσπέρα στα βήματα του γυρισμού της
θαλασσινή καμπάνα ακούω τη φωνή μου μεσοπέλαγα να χτυπά
απόψε στον αγέρα φωτιά κυματίζοντας το μαντήλι της έρχεται
η φωνή μου πετροχελίδονο ραμφίζει στο χώμα δύο σπόρους ελπίδα.
Χρήστος Ν. Κουλούρης (Λαμία 1924 - Αθήνα 2006)
Πηγή: Νέα Εστία, τεύχος 523, Αθήνα 15 Απριλίου 1949, σ. 502.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου