Οι συμπλοκές στις πύλες, κατά τις οποίες η χωροφυλακή αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει όπλα, δημιούργησαν μια υπόγεια αναταραχή. Ασφαλώς, υπήρξαν τραυματίες, αλλά στην πόλη μιλούσαν για νεκρούς, επειδή οι υπερβολές έδιναν κι έπαιρναν, από το φόβο κι απ΄τη ζέστη. Η αλήθεια είναι πως η γενική δυσφορία εξακολουθούσε να μεγαλώνει, και οι αρχές φοβόντουσαν το χειρότερο και σχεδίαζαν σοβαρά μέτρα για την περίπτωση που ο πληθυσμός, έγκλειστος από την επιδημία, θ' αποφάσιζε να εξεγερθεί.
Οι εφημερίδες δημοσίευσαν διατάγματα που ανανέωναν την απαγόρευση εξόδου και απειλούσαν τους παραβάτες με ποινή φυλάκισης. Περίπολοι βγήκαν στην πόλη. Συχνά-πυκνά, μέσα στους έρημους και πυρωμένους δρόμους, οπλές αλόγων ηχούσαν στο λιθόστρωτο, αναγγέλλοντας την έφιππη φρουρά που περνούσε έξω απ. τα σφαλισμένα παράθυρα. Και μόλις χανόταν η περίπολος, μια σιωπή βαριά, γεμάτη αναμονή, πλάκωνε πάλι τη φοβισμένη πόλη.
Μέσα στη ζέστη και στη σιωπή, για την τρομαγμένη ψυχή των συμπολιτών μας, όλα αποκτούσαν μεγαλύτερη βαρύτητα. Πρώτη φορά συνειδητοποιούσαν όλοι τα χρώματα του ουρανού και τις μυρωδιές της γης που σημαδεύουν το πέρασμα των εποχών.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ, Η Πανούκλα, μτφ. Αγγελική Τατάνη, εκδ. Γράμματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου