Ο δρόμος της θάλασσας, – πού τον είδα; Μέσα στ’ όνειρο ή στο νησί
μου τότε, που ήταν η θάλασσα γαλάζια, γαλάζια, γεμάτη
χρυσό μεγαλείο;
Δεν θα τον ξαναπάρω ποτέ κρατώντας το χέρι της πιο όμορφης
κυρίας του κόσμου, της γυναίκας με τ’ άσπρα τριαντάφυλλα
και την πράσινη ομπρέλα που στον ίσκιο της σμίγαμε οι δύο.
Πηγαίναμε στο αρχοντικό με την πλατιά μαρμάρινη σκάλα, με των
εφτά περιβολιών του τ’ αρώματα και το γραφικό του
εκκλησάκι που γύρω του απλώνοταν ήσυχο του αρχοντικού
το κοιμητήριο.
Με μνήματα θαλασσομάχων ηρώων που ειρηνικά πεθάναν στο
κρεβάτι τους και μ’ άλλα πιο πρόσφατα των απογόνων, που
η ζωή τους τέλειωσε χωρίς δόξες, πολύ κοινή κι όλη
μυστήριο.
Ήταν εκεί, μες στο συγγενολόι των νεκρών, και μια κοπέλα που τη
γνώρισα, η νέα κόρη με το δροσερό όνομα που την αγάπαγε
πολύ η όμορφη κυρία και που την έκλαιγε ακόμη πιο πολύ.
Ήταν αυτή που πέρναγε τις ώρες της κεντώντας άνθη στο βελούδο
κι άφηνε κάθε τόσο το εργόχειρο για να θρηνήσει επάνω στο
βιολί∙
Λευκή σαν τις λαμπάδες που είδα μια μέρα γύρω από τον ύπνο της,
πάντα τον πόντο κοίταζε με τα μεγάλα, θαλασσιά της μάτια,
λες και τη σημαιοστόλιστη περίμενε φρεγάδα, η ρομαντική
των μπουρλοτιέρηδων εγγονή∙
Περνούσανε καράβια μεγάλα και μικρά, ξενιτεμένους φέρνανε και
παίρναν μετανάστες, μα εκείνη καρτερούσε πάντα μες απ’
το μπαλκόνι.
Με χάιδευε με το λευκό της χέρι που αντιφέγγιζε, χωρίς ποτέ της
να μιλάει. Έπειτα πέθανε κι άρχισα τότε να την αγαπάω,
βλέποντας το βιολί στη θήκη του και σκεπασμένη με λευκό
πανί την πολυθρόνα της, στην άκρη.
Κι όταν αντίκριζα τον ανθισμένο τάφο της, στο γραφικό του
αρχοντικού της κοιμητήριο, βουρκώνανε τα μάτια μου απ’ το
δάκρυ∙
Εκρύωνα και ζύγωνα ακόμα πιο κοντά στην όμορφη κυρία και με
μεγάλη περιπάθεια τής έσφιγγα το χέρι.
– Ω, πάμε! Πάμε! Ας φύγουμε! της έλεγα. Στο σπίτι το δικό μας να
γυρίσουμε! Για μας δεν είν’ αυτά τα μέρη…
Κι αυτή, που κάθε σκέψη μου τη μάντευε, μου χαμογέλαγε για να
με συνεφέρει.
Έπειτα, σιωπηλοί, κι από τους ίδιους φόβους ταραγμένοι, το δρόμο
της επιστροφής παίρναμε με γοργά βήματα∙
Τι βία να γυρίσουμε στο σπίτι!… Εκεί ήταν όλα χαρωπά! Εκεί ήταν
όλα νέα! Το παρελθόν μας ήτανε μικρό, δεν είχε ιστορία,
ούτε νεκρούς και μνήματα.
Εκεί ακόμα και το δειλινό, αυτή η τόσο θλιβερή για το νησί μας ώρα
που κάνει τους πιο ευαίσθητους να κλαίνε, έμοιαζε με πρωί.
Εκεί, πλάι στη νέα κι όμορφη κυρία, άρχιζε η ζωή.
Πηγή: Μήτσος Παπανικολάου, Ποιητικά έργα, Άπαντα τα Ευρεθέντα. Φιλολογική Έκδοση, Επιμέλεια-Επίμετρο-Σημειώσεις: Μιχαήλ Χ. Ρέμπας, Θεσσαλονίκη 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου