Θεέ μου, θυμᾶσαι;
Πρωτοσυναντηθήκαμε μιὰν ἄνοιξη σὲ κεῖνο τὸ ἀπόκοσμο ἀκρογιάλι τῆς Τήλου,
ἐκεῖ ποὺ τὸ λιόγερμα ἔχει ἄλλα χρώματα ἀπὸ τὰ συνηθισμένα,
ἐκεῖ ποὺ τὸ κύμα τῆς θάλασσας λαξεύει ἔργα τέχνης ἑνὸς Φειδία καὶ
σιγομουρμουρίζει στίχους ἀθάνατους τῆς Ἤριννας,
ἐκεῖ ποὺ τελειώνει ἡ γῆς κι ἀρχίζει ὁ οὐρανὸς
φωτεινὸ μετέωρο ἀπὸ βότσαλα.
Πάνω σ’ αὐτὰ τὰ διαμαντένια βότσαλα συστηθήκαμε
καὶ περπατήσαμε ὧρες μαζὶ κουβεντιάζοντας γιὰ τὴν ἀγάπη.
Κατοικοῦσες λίγο πιὸ πάνω σὲ κεῖνο τὸ ὁλόλευκο ταπεινὸ ξωκλήσι
ποὺ τ’ ἀγκάλιαζε σφιχτὰ ὁλόγυμνος μέσα στὸ ζεστὸ στέρνο του ὁ ἐπιβλητικὸς βράχος.
Πάνω του σερνόταν τὸ στενὸ λιθόστρωτο μονοπάτι
νὰ λιάζεται κάτω ἀπὸ τὸ ἀνελέητο φῶς.
Κάθε μέρα κατηφόριζες μέχρι τὴν θάλασσα
κι ὕστερα ἡ ἀνηφορικὴ πορεία τὴν ἴδια πάντα ὥρα.
Καὶ ξανὰ καί ξανά.
Ἔτσι πρόσταζε ἡ μοίρα κι ἐμεῖς ἀκολουθούσαμε ἀπὸ συνήθεια περισσότερο.
Κυνηγημένος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους στὴν γενέθλια γῆ, ἐξόριστος στὸ χαμένο νησί.
Ἀμνήμονα σώματα, ἀχάριστες ψυχές.
Καὶ τὰ δειλινὰ συνήθιζες νὰ περπατᾶς ἀργὰ ἀργὰ μόνος στὸ ἀκροθαλάσσι
κι ἀνάμεσα στοὺς καταπράσινους μοσχοβολιστοὺς ἀπὸ βότανα κήπους ποὺ φρόντιζες
ἀπολαμβάνοντας τὴν πρωινή σου δούλεψη
νὰ μιλᾶς στὰ ὁρμητικὰ ἀγριοκάτσικα καὶ νὰ γαληνεύεις
τὰ λάγνα ἔνστικτά τους μὲ τὸ βλέμμα σου.
Τὶ χαρὰ ἔκανες, θυμᾶμαι, καθὼς μὲ ἀντίκρισες.
Μοῦ πρόσφερες καφὲ καὶ τσιγάρο καὶ μοῦ ‘δειχνες μὲ καμάρι τὸν τόπο σου ἀπὸ ψηλά.
Σημάδευες μὲ τὴν ἠλακάτη ποὺ τὴν εἶχες γιὰ στήριγμα
καὶ μοῦ ὀνομάτιζες τὰ πρωτόγνωρα φυτά, τὰ σπάνια δέντρα, τὰ παράξενα ζῶα
τὰ ἀφρογέννητα πουλιά, τὰ διάφανα ψάρια
καὶ θαύμαζα τὴν θεϊκὴ ὀμορφιά.
Μέστωνε μέσα μου ἡ ἀλήθεια κι ἄστραφτε σὰν μαργαριτάρι στὸν ἥλιο.
Κι ὅταν ἔφευγα μὲ δάκρυα στὰ μάτια
μοῦ ‘λεγες ὅτι τώρα πλέον ξέρω ποῦ μένεις καὶ νὰ σὲ ἐπισκέπτομαι πιὸ συχνὰ
γιατὶ ἡ μοναξιὰ δέν ἀντέχεται οὔτε ἀπὸ τὸν Θεό.
Δι’ εὐχῶν . . .
Κωνσταντίνος Γεωργίου, Σὲ πρῶτο πληθυντικό, ἐκδόσεις Ἰωλκός, Ἀπρίλιος 2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου