Κι έμεινε εκεί, με το βουνό στην πλάτη,
παλιό βουνό, λευκό βουνό,
γαλήνιος μες στη φωτογραφία.
Μοιάζει να πάγωσε η στιγμή,
λίγο μετά ή λίγο πριν,
δεν το θυμάμαι να το ιστορήσω.
Ξαστόχησε η λήθη στην επιμονή της,
αλλού τραβάει σβήνοντας τ’ ασήμαντα.
Αστράφτει το χιόνι στο παιδικό μάτι.
Όχι, είναι διάθλαση ό,τι ορά
στην κατηφόρα του θανάτου.
—Μη την φοβάσαι τη λέξη, μου φωνάζει.
Γράφω:
—Αθώα η πέτρα, και η ανάμνηση.
—Αθώα!
Τώρα το ψεύδος κρύβει αδέξια τη μοχθηρία του.
—Που είσαι μικρή μου αγάπη;
Μόνο αυτή.
Έχει το τεκμήριο της νεότητας.
Δεν έμαθε ποτέ.
Έγινε μνήμη, πριν χαραμιστεί και χαραμίσει.
Οι άλλες περιφέρονται, δέσμιες των ενστίκτων.
—Φύγε!
Αλλού το κρύο, αλλού η λεπίδα.
Πάσκιζε να προστατευτεί, τώρα,
το πήρε το βουνό και ταξιδεύει.
Φορτίο ασήκωτο τις πιο πολλές φορές,
άλλες ανάλαφρο μες στο γαλάζιο αιθέρα,
όταν συνθλίβει το μέγα χρέος το κορμί
και ξεπετιέται η ψυχή και φεύγει,
φεύγει και πετάει για να τον σώσει, να σωθεί.
Ανιχνευτής, δραπέτης και ταξιδευτής.
—Πού είσαι τώρα;
Κουνάει τ’ αγκυλωμένα πόδια,
θρυμματίζει την ακινησία,
γυρίζει πίσω και χαμογελά.
—Με το βουνό στην πλάτη.
Βαγγέλης Φίλος
*Πρώτη δημοσίευση, 12/12/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου