Άστραψε αίμα και δειλά τρεμόπαιξε το μάτι.
Βαθύτερα στον ύπνο, βαθύτερα στο δάκρυ,
χέρι τσακισμένο σαν το βήμα μας.
Χέρι που ήτανε για χάδια,
τώρα σταυρώνεται στα κάδρα και στους γύψους.
Κι άλλα καρφιά πετάγονται, κέρματα, μανταλάκια:
βαραίνει η πόρτα από τους ίσκιους.
Όπως περνούν στεφανωμένοι τη σελήνη με τα
πυκνά μαλλιά τους δάση,
με τα πικρά τους στόματα μια θάλασσα:
στο πάτωμα χτυπάν και στα παράθυρα –
στον ουρανό κεφάλια μάρμαρα σαν βράχια.
Ευθύμιος Λέντζας
Πηγή:https://exitirion.wordpress.com/2020/12/15/efthimios-lentzas-2-poems/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου