Στην αγορά σεργιανίζουν οι ενοχές
ενός σαλού παλιάτσου⸱
αμούστακος ακόμη
ξάπλωνε στην άκρη του δρόμου
μπροστά στα παλιά θέατρα
κάτω από τις επιγραφές νέον
με δυο αναπτύγματα από ψυγείο λουξ
και με μια τρύπια κουβέρτα που του ‘ριξε
από τύψεις μία ηλικιωμένη ευκατάστατη Αθηναία
Αυτός με το άσαρκο σαρκίο
που έτρωγε φύλλα νεραντζιάς και
αποφάγια νυσταγμένων θεατών
ευγνωμονούσε την τύχη του συχνά
για την τρύπια του κουβέρτα
που ήταν στο κρύο λειψή
μα στις ζέστες τον έβγαζε ασπροπρόσωπο
όταν ολοτσίτσιδος
έκλεβε την παράσταση
αρπάζοντας καπέλα, βέλα και κορδέλες
ή όσφραινε με όλη του τη δύναμη
τα παχιά αρώματα
μιας γούνας μινκ που του ‘σπαγε τα ρουθούνια
Και καθώς οι μέρες χάραζαν το πρόσωπό του
με ρουτίνες
μόνο ένας άλλος σαν κι αυτόν
μπορούσε να τις χαλάσει
όταν μια μέρα πιάστηκαν στα χέρια
για την τρύπια την κουβέρτα
που του ‘ριξε
από τύψεις εκείνη η ηλικιωμένη ευκατάστατη Αθηναία
και του ‘μπηξε βαθιά το μαχαίρι στο λαιμό του
αφήνοντας το αίμα
να αναβλύσει τη δυστυχία της άστεγης αφέλειας
Τώρα
μετά το φονικό
ο ανθρωποκτόνος πιο φτωχός
κι από πεινασμένο κοπρίτη
στο Μοναστηράκι πουλάει
τενεκεδάκια, ανοιχτήρια, κατσαβίδια
και ψαλιδάκια μικρά
πετσετάκια, κουρελούδες
και ρολάκια, παξιμάδια, σταυροκατσάβιδα
με ένα βλέμμα που άδειασε την άχαρη ζωή του
απ’ όταν έμπηξε βαθιά το μαχαίρι
στον λαιμό ενός σαλού παλιάτσου
για μια τρύπια κουβέρτα
για ένα τσόλι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου