ΕΙΔΥΛΛΙΟ
Κέρδισες∙ και το χαμόγελό σου
Ερωτικό ρυάκι συνεπήρε
Καθώς υψώναμε μαζί την Άγια καμπάνα
Των αηδονιών και των κυκλάμινων
Στο θαλερό τοπίο.
Στον τρυγητό της αγκαλιάς μας.
Ο θόλος της κόμης υγρός.
Τα μάτια σου χτυπούν τα γύρω δέντρα.
Διάσπαρτος ήλιος.
Στο δέσιμο της σάρκας
Το κρόταλο του ίσκιου μας στη φυλλωσιά.
( Η γ ρ α φ ή κ α ι τ ο μ α χ α ί ρ ι )
ΓΙΑ ΣΕ, ΠΟΥ ΞΕΚΟΨΕΣ ΑΠ’ ΤΟ ΠΛΕΥΡΟ ΤΟΥ ΜΕΛΙΣΣΙΟΥ
Για σε, που ξέκοψες απ’ το πλευρό του μελισσιού
Και ήρθες να μεθύσεις στο φιλί μου
Θ’ αλλάξω τα μάτια μου.
Για σένα, βέλασμα της ακατοίκητης αυγής,
Με βλέμμα νεκρού αγαπημένου θα φορτίσω τα μάτια μου.
Του πρώτου κόσμου έμβρυο που κούρνιασες στο στέρνο μου,
Θ’ ανεβώ την ηλικία της άγνοιας και της σοφίας
Τα μάτια σου ν’ ανοίξω, το σώμα σου να χτίσω.
Δροσιά μαντηλιού σ’ ετοιμοθάνατο,
Ευφροσύνη χιονιού σε θάλλον στήθος να σε πω.
Και σαν στο αίμα σου, του κάλλους οι βυθοί αναβοσβήνουν,
Θα ξεριζώσω αυτά τα μάτια,
Θα ξεκληρίσω τη δυναστεία του πάθους,
Για να μπορώ κι εγώ να στεγαστώ αγάπη μου,
Για να μπορώ κι εγώ ν’ αγαπηθώ.
( Κ α λ λ ι έ ρ γ ε ι α τ ο υ α ί μ α τ ος )
ΠΕΡΝΑ ΠΕΡΒΟΛΙΑ, ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ ΔΕΙ
Περνά περβόλια, εκκλησιές για να με βρει
Κι έχει μαζέψει ήλιους, ποταμούς και κάμπους
Και στα μαλλιά της τα λιοστάσια πέλαγα,
Θυμάρι δαχτυλίδι τα σφυρά της.
Περνά βραγιές, φορτώνεται τις πυρκαγιές
Με τον Ιούλιο στη γλώσσα της σπαρμένο.
Πριν φύγει θα της πνίξω κάθε μυρουδιά∙
Στο γυρισμό της να μοιράσει την πνοή μου.
ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΤΟ ΧΕΡΙ ΜΟΥ
Τυφλό αηδόνι χτίζει τη φωλιά του
Καθώς το χέρι μου περνάει στα μαλλιά σου,
Τότε το γέλιο σου παφλάζει, σκάζει στα νερά,
Τους αστερίες ξεσηκώνει,
Φρέσκια δροσιά φυτεύει
Στις πελαγοκυψέλες.
Ακούγεσαι, θ’ ακούγεσαι για δυο χιλιάδες χρόνια.
ΠΡΟΣΚΑΙΡΟΝ ΣΩΜΑ
Τόπος χλωρός ακμάζει σαν γδύνεσαι.
Το ρυάκι τα ρούχα της μαζεύει και φαιδρύνεται.
Πουλιά μεταναστεύουν σε θαλασσινούς κήπους της κόμης.
Ο άνεμος σηκώνει το φουστάνι της φωνής στο γόνατο.
Γλώσσα μου γίνε φιλί της
Στ’ άπατα του σύννεφου
Των ματιών η ξαστεριά.
Ασφυκτική ανθοφορία
Λακτίζει τον κρατήρα σου.
Θάλασσα,
Σεντόνι γαλανό,
Κοιμού στη γύμνια μας.
Όνειρα καλά θα ξενυχτούν στην αγκαλιά μας.
( Τ α Η δ υ π α θ ή )
ΠΑΝΤΑ Σ’ ΑΝΑΖΗΤΟΥΣΑ ΚΑΙ ΔΕΝ Σ’ ΕΥΡΙΣΚΑ ΠΟΤΕ
Πάντα σ΄ αναζητούσα και δεν σ’ εύρισκα ποτέ
Στα κερδισμένα και χαμένα όνειρα της νύχτας
Κι ακόμα σε τοπία που απαιτούν να τα ορίσεις
Με τα δικά σου στίγματα για να σωθούν,
Στις κατακόμβες του καιρού
Με τις θαμπές, μισοσβησμένες οπτασίες,
Τα πρόσωπα που χάσαμε πριν γεννηθούμε.
Πάντα σ’ αναζητούσα και δεν σ’ εύρισκα ποτέ
Όταν για μια στιγμή, όλα μαζί ανάβαν τα βεγγαλικά
Της λευτεριάς που έπαιρνε μορφή στο σώμα∙
Όταν γυμνός μέχρι τη ρίζα σού δινόμουν
Έως το πιο βαθύ μου κόκαλο
Στο χρόνο βυθιζόμουν και στα πράγματα.
Ω Αναπνοή, που δεν γνωρίζεις πλάτος.
Αλλά, να μεταγγίσω αίμα σ’ ένα φάντασμα;
( Τ α μ υ σ τ ι κ ά δ ω μ ά τ ι α τ ο υ π ύ ρ γ ο υ )
Πηγή:https://pteroen.wordpress.com/2011/11/10/%CE%BF-%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CE%BA-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%BB%CE%B7%CF%82/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου