Δε θάχες βέβαια μού δραπετεύσει —μόνος να μένω—
αν σούχ' ανάστημα δώσει —στο πλάνο μου— πόδι και πάτι,
αν δεν σε σκέδιαζα μ' όξω τη γλώσσα μου και με κλεισμένο
τόνα μου μάτι...
Πρώτα να κλείδωνα και στα παράθυρα νάβανα εμπόδια
κι απέ τα χείλη σου αίματος —νάφτιαχνα— μια φυσαλλίδα
κι εκεί —σαν θάφτανα— χρυσή να σκέδιαζα γύρω στα πόδια
σου αλυσίδα.
Μα γω τ' αψήφησα. Και σούχα κάμει το φρύδι τόξο,
προφίλ το πρόσωπο (μια τεθλασμένη) τις μπούκλες κρόσσα,
το μάτι τρίγωνο κι είχες το στήθος σου στητό στα όξω
κι εγώ τη γλώσσα.
Κι ενώ τη φούστα σου —ως Μάη— ζωγράφιζα και σούχα βέρα
βάλει στο δάκτυλο και ντέφι —Μάισας— στο χέρι τόνα,
συ ξάφνου πρόβαλες πόδι και τσάκισες —φως στον αέρα—
κάτασπρο γόνα.
Κι έφυγες, κρούσαντας ψηλά το ντέφι σου σε μπράτσα χιόνι,
δω μέν' αφήνοντας (ως με το μάτι μου —βρέθκα— κλεισμένο)
καθώς και τ' άλικο ρόδο του γέλιου σου εκράγησε όνει-
ρο αφρισμένο...
...........................................................................................................
Ω μένα —τ' άμυαλου— που μέσ' στα σύνορα τούτ' του στενού μου
στίχου μου εζήτησα να σε περίκλεινα — σκλάβα πανώρια!
Εσύ —δραπέτισσα της ύλης— ξέφυγες, ατμός το νου μου
όξ' απ' τα όρια...
[πηγή: Γιάννης Σκαρίμπας, Άπαντες στίχοι. 1936-1970, φιλ. επιμ. Κατερίνα Κωστίου, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2010, σ. 62-63]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου