Σάββατο 15 Μαΐου 2021

Fernando Pessoa-Αισθησιακή ωδή


Για να νιώσω τον εαυτό μου, πολλαπλασιάστηκα
Για να νιώσω τον εαυτό μου, ανάγκη είχα τα πάντα να νιώσω.
Ξεχείλισα, βγήκα απ΄ τον εαυτό μου, παρασύρθηκα
Γυμνώθηκα, παραδόθηκα
Και σε κάθε γωνιά της ψυχής μου
Βωμός σε διαφορετικό Θεό υπάρχει.
Τα μπράτσα όλων των αθλητών με έσφιξαν στην αγκαλιά τους,
Ξαφνικά θηλυκό,
Κι εγώ, μόνο με τη σκέψη,
Λιποθύμησα στης φαντασίας τα μπράτσα.
Στο στόμα μου φιλήθηκαν όλοι οι εραστές
Στην καρδιά μου οι αποχαιρετισμοί μαντίλια κυμάτιζαν,
Όλες οι πρόστυχες προσκλήσεις με ματιές και με χειρονομίες
Μ΄ έβρισκαν κατ΄ ευθείαν στο κορμί, που δίψαγε
Στο ερωτικό του κέντρο.
Ήμουν όλοι οι ασκητές, οι περιθωριακοί, οι ξεχασμένοι όλοι.
Και όλοι οι παιδεραστές – τελείως όλοι (δεν έλειπε κανείς).
Ραντεβού κόκκινο και μαύρο στο βαθύ της ψυχής μου!
Όλα περνούν, όλα τα πράγματα σε μια παρέλαση μέσα μου,
Κι όλες οι πόλεις, του κόσμου όλου, ψιθυρίζουν μέσα μου…
Κουβαλάω στην καρδιά μου,
Σαν σε χρηματοκιβώτιο που δεν κλείνει γιατί είναι γεμάτο,
Όλα τα μέρη απ΄ όπου πέρασα,
Τα λιμάνια όλα όπου πήγα,
Όλα τα τοπία που είδα απ΄ τα παράθυρα, τα φινιστρίνια
Ή τα καταστρώματα, κάνοντας όνειρα.
Κι όλα αυτά, που είναι πολλά,
Είναι λίγα γι΄ αυτό που θέλω.
Σταυρώνω τα χέρια στο τραπέζι, βάζω το κεφάλι στα χέρια,
Και θέλω να κλάψω, αλλά δεν ξέρω πού τα δάκρυα να ψάξω…
Όσο προσπαθώ τη λύπη μου να κρατήσω, δεν κλαίω,
Η ψυχή μου κομμάτια
Κάτω από τον κυρτό δείκτη που την αγγίζει…
Τι θα γίνει με μένα; Τι θα γίνει με μένα;
Κάνε με ανθρώπινο, ω νύχτα, κάνε με αδελφικό, φιλότιμο.
Μόνο με ανθρωπιά μπορεί κανείς να ζήσει.
Τους ανθρώπους μόνο αγαπώντας, τη δράση,
Τη ματαιότητα της δουλειάς,
Μόνο έτσι – αλίμονό μου! – μόνο έτσι μπορεί κάποιος να ζήσει.
Μόνο έτσι, ω νύχτα, εγώ,
Ποτέ δε θα μπορέσω εγώ να ζήσω έτσι!
Κάνε με μητρικό, ήρεμη νύχτα…
Εσύ, που αφήνεις τον κόσμο στον κόσμο, εσύ που είσαι η ειρήνη,
Εσύ που δεν υπάρχεις, που είσαι μόνο η απουσία του φωτός,
Εσύ που δεν είσαι πράγμα, τόπος, ουσία, ζωή,
Πηνελόπη που υφαίνεις ξεφτισμένο πρωινό από τη σκοτεινιά σου,
Κίρκη ανύπαρκτη των ανθρώπων με πυρετό, των αναίτια θλιμμένων,
Έλα σε μένα, ω νύχτα, πάρε με απ΄ το χέρι,
Και γίνου δροσιά κι ανακούφιση, ω νύχτα, στο μέτωπό μου…
Από τα καφενεία όλων των πόλεων
Ευπρόσιτα στη φαντασία
Παρατηρώ τη ζωή που περνάει,
Την ακολουθώ χωρίς να κινούμαι,
Της ανήκω χωρίς να βγάζω δεκάρα από το πορτοφόλι,
Ούτε να σημειώνω αυτό που είδα
Για να προσποιούμαι μετά πως το είδα.
Μορφώθηκα με τη Φαντασία,
Ταξίδεψα πάντα κρατημένος απ΄ το χέρι της,
Αγάπησα, μίσησα, μίλησα, σκέφτηκα πάντα μαζί της.
Κι όλες οι μέρες έχουν αυτό το παράθυρο μπροστά,
Κι όλες οι ώρες, μ΄ αυτό τον τρόπο, φαίνονται δικές μου.
Μετάφραση: Γιάννης Σουλιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου