Πέμπτη 1 Ιουλίου 2021

Βαγγέλης Φίλος-Το χέρι

 Το χέρι

Στέκεται εκεί, καταντικρύ στη δύση. Βάφει ο ήλιος
πορτοκαλί τον ουρανό και της γελά, βάφει τα μάτια της.
— Το χέρι!
Ακουμπάει την ομορφιά της στην παιδική αμηχανία
και με κοιτά.
— Εγώ, μου λέει, και ο βασιλικός μου.
Γεμίζει αρώματα μεθυστικά η οθόνη μου.
— Θεέ και Κύριε! τι θέλω εγώ σ’ αυτόν τον μύθο;
Πίσω πατώ.
— Μην είσαι πλάνη των αισθήσεών μου; τη ρωτώ.
— Είμαι το όνειρό σου.
Λογχίζομαι.
— Όχι, δεν είναι ύπνος.

Με καλεί, ψάχνω να την αγγίξω, χάνεται, σβήνει το
φως.
— Το φεγγάρι! ηχεί η σκέψη μου στη νύχτα.
Δεν έχει αστέρια αυτή η μαύρη. Σκόρπιες πυγολαμπίδες μαρτυρούν την ύπαρξή μου.
— Πού πήγες;
Νιώθω την ανάσα της στον λαιμό μου, βυθίζομαι.
— Ποιο παρελθόν μου με καλεί;
Τρέχω στο πρώτο που μου υποδεικνύει το ένστικτο.
Είναι εκεί ένα αλώνι.
— Δεν είχα τέτοιο στα νιάτα μου, φωνάζω.
Κοιτώ καλά, δεν είναι αλώνι, είναι σκηνή προγονικού
θεάτρου.
— Ο κύκλος!
Γυρεύω στα τυφλά το κέντρο, νιώθω ένα χάδι τρυφερό, λυγίζω.

— Δεν είσαι εδώ, μου λέει η γνώριμη που ’μοιαζε με
φωνή, είσαι στο μέλλον.
— Πίσσα κι αυτό; ρωτώ με απόγνωση, έρχεται η
μέρα πίσω πάλι, κρυφός ο ζωοδότης χρυσίζει το σύννεφο.
Τη βλέπω να μου γελά.
— Εγώ και η γαρουφαλλιά μου, λέει.
Χύνεται μια ευτυχία παντού.
— Το χέρι!
Στηρίζει το θαύμα μου το χέρι.
Βαγγέλης Φίλος
Από το βιβλίο, Ολόριο, 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου