Αδημονώ κάθεφως γιατί μια μέρα,
καθόρισα τον κόσμο
με τον δείκτη μου,
και αγαπώ
τη ροή στα
ποτάμια γιατί από ορισμένα ψάρια
έμαθα
το βάθος.
Ήταν τα μάτια μου που για πρώτη φορά είδαν
ότι στη βροχή των
άστρων κρυβόντουσαν
ένα
παιδί και μια ρόδα.
Γινόμουν πάντα
αόρατος όταν οι άνθρωποι
ακουμπούσαν τα χέρια τους,
πάνω στη δήθεν παρουσία μου,
και όταν απέκτησα ένα χέρι που έμοιαζε φτερό,
τα άνθη που ανέβλυζαν στις σκεπές μου απένειμαν
τις δωρεές ενός
σπλάχνου,
αυτή είναι η μόνη αλήθεια που γνώρισα.
Στα δύο χιλιάδες
πόδια πάνω από τη θάλασσα
το βάδισμα παύει να περιστρέφεται,
το κρύο αυξάνει κάθε διαύγεια,
και η αναπνοή
είναι αργή
όπως η ζωή στα
βουνά
και στα
ερημητήρια, η καρδιά απαρνείται
τηνκάθε
απάρνηση,
και η μόνη διδασκαλίαείναι η γονιμότητα.
Ο σκοπός μας
είναι να μεγαλώσουμε ενώ δημιουργούμε
και
να αγαπήσουμε όσα δεν συντρίβουν,
να τραφούμε από
εμάς τους ίδιους και να μη χτυπηθούμε
μονάχοι μας
και κάθε που ο κόσμος είναι άνοιξη
να απογυμνωθούμε
απ’όσα είμασταν
και
θα είμαστε, σχηματίζοντας
τον
κίονα που ενώνει σύννεφα, χώρους και καρπούς.
Το τέχνασμα δενείναι δύσκολο
ούτε περίπλοκο, το μόνο που χρειάζεται είναι
μερικές δόσεις
ηρεμίας, συγκέντρωσης και απλότητας.
Σε έξι χιλιάδες
πόδια πάνω από τη θάλασσα-και
ανεβαίνοντας-
τα μάτια χάνουν
τη νοσταλγία τους και για να μην τυφλωθούμε
πρέπει
να αποδείξω
την δεξιοτεχνία μου στις διάφορες τεχνικές της απόστασης
και για να μην
διασταλθούν οι φλέβες το οξυγόνο
πρέπει να είναι το ελάχιστο δυνατόν.
Χάνουν το βάρος,
Χάνουν το βάρος τα χέρια, τα πόδια, το στήθος, τα έρμα
λιγοστεύουν:
οι άνθρωποι που μια μέρα με ονόμασαν κάνουν την ίδια
τύρβημε τα μυρμύγκια.
Ακολουθώ τα ίχνη των κομητών,
των γαλαξιών που αρχίζουν στο σπάσιμο ενός αυγού,
της τόσο δικής
σου χάρης να εναρμονίζεις
τα
άκρα μου.
Ως μόνη επιλογή
επέλεξα να μετακομίσω σε ένα σήμερα,
σε ένα σήμερα που
αναγεννιέται, επιβεβαιώνει και περιφρονεί.
Ποσώς ενδιαφέρει
τώρα ο θάνατος. Ποσώς ενδιαφέρουν τώρα τα λόγια.
Ποσώς ενδιαφέρει
το ότι η θάλασσα εξοστράκισε αυτόν που
κινούσετην επανάληψη της.
Τα κατάλοιπα της γιορτής
παραμένουν στο στόμα μου, ακόμη
μου προσφέρουν
πολλά, ακόμη λάμπουν ως κρυφό μέλι.
Σε έξι χιλιάδες
πόδια πάνω από τη θάλασσα
μένουν μόνο τα
χείλη,
κάποια γέλια που
γεννιούνται ανάμεσα στα σεντόνια
και τα φώτα που
σαν δροσοσταλίδες γλιστράνε
σε αυτό εδώ το
μάρμαρο.
(Tres veces luz, La Garúa, 2007)
Julio Cesar Galán (Cáceres, España, 1978)
Μτφρ:Αθηνά - Στυλιανή Μίχου
Πηγή: Θράκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου