αυτό το κρεβάτι. Βόρειες, νότιες,
θερμές παγωμένες. Με θύελλα,
με άπνοια, με φιλιά ή κωπηλατώντας
μαζί σου στην ακρογιαλιά, στην άκρη
του ξύλου του αθώου επίπλου.
Κάτω βράχια και σπασμένα κορμιά
ζωντανά που θέλουν ν’ ανέβουν
πάλι πάνω στο οροπέδιο, στο αλώνι,
στα μονόχρωμα, στα μονόχνοτα σεντόνια, στη φωλιά.
Οι εποχές δεν αλλάζουν τη βλάστηση
του τοπίου. Τα ίδια φυτά φύονται πάντα
χαμηλά, κυρίως καλαμιές και βρύα,
σαν ξεχασμένες σκέψεις. Βλέπω το βυθό.
Βλέπω ταινίες (όνειρα τα λένε άλλοι).
Οι τέσσερις γωνίες του δωματίου
τινάζουν αέρα, ο οποίος ανακατεύει
τα σύννεφα και το φως του ταβανιού,
και έρχεται θύελλα, θαλασσοταραχή.
Αστραπές αυλακώνουν τις κουβέρτες.
Το μαξιλάρι το παίρνει για λίγο το κύμα.
Προσπαθώ να σώσω το ραδιόφωνο
(γιατί μου χρησιμεύει ως ασύρματος).
Το κομοδίνο και οι καρέκλες βουλιάζουν,
επιπλέουν τα προσωπικά μου αντικείμενα.
Σπάει και το μοναδικό κυπαρίσσι.
Ούτε φανταζόμουνα, όταν διάβαζα γεωγραφία,
ότι θα κατοικούσα στο ακρωτήριο
της Καλής Ελπίδας –χωρίς ελπίδα,
ότι θα πήγαινα τόσο μακριά.
Με αυτά κι άλλες αναπολήσεις μαλακώνει
ο καιρός, περνάει η θύελλα.
Τότε πιάνω το γόνατό σου, το μισό φεγγάρι,
τη μέση σου, χορδή τόξου,
και βαδίζω επί των υδάτων.
Από την ποιητική συλλογή Πρόκες στα σύννεφα, εκδ. Κέδρος, 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου