Ξάφνου απ’ του πάρκου τις δεντροκορφές
δεν ξέρεις τί, ένα κάτι ξεχωρίζει·
το νιώθεις, τα παράθυρά σου αγγίζει
και φτάνει σιωπηλό. Στις φυλλωσιές
ηχούν σαν φλάουτο οι βροχοσταλίδες,
σ’ έναν Ιερώνυμο ο νους σου οδεύει:
τι ζήλο, πόση μοναξιά αναδεύει
τούτη η φωνή, που λες κι οι καταιγίδες
την εισακούν… Τα κάδρα φεύγουν πια,
στο βάθος ξεμακραίνουν των πραγμάτων,
σαν το τί λέμε για να μην ακούν.
Οι ξέθωροι οι τοίχοι αντανακλούν
το φως το αβέβαιο των απογευμάτων,
που τόσο το φοβόμασταν παιδιά.
μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου