Τί θλιβερό που είναι το Λαύριο το δείλι:
να που σχολούν τα εργοστάσια
που φτιάχνουν τα είδη υγιεινής
Λένε πως απ' τις καμινάδες τούτες
βγαίνουν οι καπνοί των χυτηρίων
που παράγουν τις μπανιέρες
Λένε πως θα πιάσει ανεργία
"η πολλή παραγωγή θα φέρει κορεσμό"
μα ποιος νοιάζεται για τους εργάτες;
- μονάχος μου στο Λαύριο τους κοιτάζω
για να εμπνέομαι μαζί τους,
μα ποιος νοιάζεται για τα ποιήματά μου;
Εργοστάσιο με μειωμένη την παραγωγή
έχω κι εγώ από χρόνια καταντήσει
που και που, τσουπ, κανένα ποίημα
μέτριο όμως και με ελαττώματα
Και δεν μπορώ πουθενά να το διαθέσω
τα ελαττώματα το καταστρέφουν
σαν τις μπανιέρες που ξεφλουδίζουν
ενώ ο κόσμος τις ζητάει εμαγιέ
* * *
Αγαπούσα το χωράφι
με τα μαύρα χόρτα
Αλλά χρειάστηκε να το κουρέψεις
για μια εγχείρηση
σκωληκοειδίτιδος
Και τώρα μοιάζει παρτέρι
με σκούρο γκαζόν
Το κοιτώ με υπομονή
που σιγά σιγά ψηλώνει
* * *
Το κορμί σου καίει
σαν την φλόγα της Χαλυβουργικής
και με σκεπάζει
σαν τον καπνό που μαυρίζει
Ελευσίνα, Μάντρα, Χαϊδάρι
μολύνει επικίνδυνα
το περιβάλλον της μοναξιάς μου
* * *
Την ώρα που σε φιλώ
κάποιος μου κλέβει
το πορτοφόλι μου
Τί αξίζουν τα φιλιά
και ο έρωτας,
όταν οι άλλοι σε κλέβουν
κι όταν κι εσύ σε λίγο
θα μ' εγκαταλείψεις;
.
Κώστας Ριτσώνης, Ο ανάπηρος λαχειοπώλης και άλλα ποιήματα, 1982.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου