Στη μικρή μας πόλη είχαμε κάπου τέσσερις χιλιάδες Εβραίους - περισσότερους, όχι λιγότερους. Είταν όλοι τους μαζεμένοι γύρω απ' τη Συναγωγή τους - το Συναγώι, που το λέγανε και κείνοι και μεις, μέσα στο παλιό Κάστρο της πόλης και σε μερικούς δρόμους ολόγυρά του. Οι χριστιανοί, που καθότανε μέσα στο Κάστρο και σ' αυτούς τους οβραίικους δρόμους ολόγυρα, είχαν στην οξώπορτά τους ένα σταυρό ζωγραφισμένο μ' ασβέστη. Είταν όμως λιγοστοί, πολύ λιγοστοί, τόσο πολύ, που σ' αυτούς τους δρόμους είτανε συνήθειο παλιό να βγαίνει την Παρασκευή το βράδι άνθρωπος της Συναγωγής, μόλις έπεφτε ο ήλιος και τελαλούσε δυνατά:- Ω.. ω.. ρα για Σαμπά!… Ω… ρ… ααα για Σαχρί!… Τελαλούσε πως έπεσε ο ήλιος κι άρχισε Σάββατο και κανένας τους να μη πιάνει φωτιά μες στα σπίτια τους ως τ' άλλο το βράδυ. Παναπεί δηλαδή πως είταν πέρα για πέρα οβραίικοι δρόμοι. Είταν ο δικός τους μαχαλάς - τα οβραίικα.
Ταπεινοί, τόσο ταπεινοί σαν να' τανε φοβισμένοι και φουκαράδες είταν οι πλιότεροι - οι πιο φουκαράδες μέσα στην πόλη μας είταν αυτοί. Αλήθεια πως κ' οι δρόμοι τους μέσα στο Κάστρο είταν απ' τους πιο βρώμικους και τα παιδιά τους απ' τα πιο αρρωστιάρικα - όλο σπυριά. Κάνανε το χαμάλη, το λούστρο, το μεροκαματιάρη - τέτοιες δουλειές. Και δουλεύαν και τα παιδιά τους από μικρά, μαζί τους ή κάναν θελήματα κ' οι γυναίκες τους ξενοδούλευαν, πλένανε, σφουγγαρίζανε στα ξένα τα σπίτια, ακόμα και στα πορνεία της πόλης - τόσο μικρή και τέσσερα-πέντε τα είχε - αυτές καθαρίζανε, τόσο είτανε φτωχές. Εργάτες ωστόσο να πάνε, να μάθουνε τέχνες, ραφτάδες να πούμε, μαραγκοί, σιδεράδες - τέτοια πράματα - κανένας δεν πήγαινε. Δεν θέλανε, λέγαν, να σκλαβωθούν με το μεροκάματο και την τέχνη. Μερικοί τενεχτσήδες - δηλαδή τενεκετζήδες - τσαγκαράδες - και καλύτερα να πω μερεμετιτζήδες των παπουτσιών - κι ένας-δυο χασάπηδες, που δεν πούλαγαν ποτέ γουρουνίσιο κρέας, είχαν κάτι μικρομάγαζα. Μα στα οβραίικα μέσα κι αυτοί - δεν πηγαίνανε παραπέρα.
Είταν ύστερα οι γυρολόγοι του δρόμου, πραματευτάδες δηλαδή, μεταπράτες και παλιατζήδες, το δικό τους το οβραίικο είδος, το πάππου προς πάππου. Δεν είτανε και πολλοί μα γιόμιζαν όλη την πόλη με τη μεγάλη φασαρία που κάνανε. Γυρνούσαν τους μαχαλάδες από το πρωί ως το βράδυ με μια τάβλα κρεμασμένη μπροστά στην κοιλιά τους ή μια μεγάλη σακούλα στην πλάτη, κάνε σέρνοντας το μικρό καροτσάκι τους και φώναζαν ακούραστα - τελαλούσανε την πραμάτεια τους με έναν τρόπο ξεχωριστό και δικό τους, κάπως σαν τραγουδιστά, σα να σέρνανε τη φωνή τους στο τέλος των λέξεων - καθώς συνήθαγαν όλοι τους.
Το τέλος της μικρής μας πόλης: Διηγήματα, Εκδόσεις Το Ροδακιό 1999.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου