Απ’ τη μεγάλη και φημισμένη σας πολιτεία
φεύγω με κάποιες εντυπώσεις ομορφιάς:
τα λαμπρά μάρμαρα, τα θέατρα, ο πλούτος
στα καταστήματα. Ωστόσο, τον πίνακα
τόνε θέλω παλαιότερης σχολής, αληθινό,
και γι’ αυτό σας προτίμησα, να μου θυμίζει
τη δική μου βολή, κάτι σαν πειθαρχία
στην τάση μου προς τη σπατάλη. Θέλω στα μαύρα
την μάνα με το βλαμμένο παιδί
να ζητιανεύει κατάχαμα μες στης πληθώρας
και της φούριας τον πυρετό στην αγορά –
τον αόμματο γέρο να πασπατεύει το δρόμο
με το μπαστούνι μες στ’ ανυπόμονο ρέμα του λαού –
τις έρημες πουτάνες περασμένα μεσάνυχτα
να τουρτουρίζουν στα πεζοδρόμια του χειμώνα.
Όμως, αν κι αδαής, φαντάζομαι δυσκολίες
σ’ αυτό το εγχείρημα: τα μάρμαρα
στο λαμπρό φως του ουρανού σας, τα πλούτη
στα καταστήματα κ.τ.λ., δίπλα στι θλιβερές
αυτές γυναίκες στο σκοτάδι του δρόμου
πέρα από τα μεσάνυχτα. Γι’ αυτό, πολύ φοβάμαι
μήπως και χρειαστεί προσέγγιση νεωτερική,
ακανόνιστη, με τους δικούς της ωμούς τρόπους
υποβολής. Διότι αλλιώς θα καταλήξουμε
στ’ανεπιθύμητο, τους χωριστούς καμβάδες.
Μελβούρνη
*Από την ποιητική συλλογή “Δίψα”, Εκδόσεις Πλανόδιον, 2010.
Νυχτερινό
Γριά γυναίκα τώρα, πρόσφυγας
απ’ τα παλιά της νιάτα.
Χαριεντιστός γιαλός στην πόρτα της
και πέρα τα θαμπά βουνά
της χαμένης πατρίδας. Τ’ απόβραδο, στης αυλής την πεζούλα
τσεμπερωμένη κι αλλοτινή
ψάχνει ακόμα γιο και άντρα
στου κάτω κόσμου τις γειτονιές. Η νύχτα αφέγγαρη και το κουνούπι
φαρμακερό στο σκοτάδι.
Αχ και να φέγγανε λέει απόψε
οι γλόμποι της ροδιάς!
*Από τη συλλογή του Δημήτρη Τσαλουμά “Δίψα”, Εκδόσεις Πλανόδιον.
ΤΟ ΨΥΓΕΙΟ
Στις στοές των ψυγείων κρέμονται αναιμικά
τα σφαχτά. Ξαφνικός και επιδέξιος
με ριγωτή ποδιά στο σκίρτημα του φωτός
εμφανίζεται μες στα τσιγκέλια αυτός ,
κι επιλέγοντας γυμνότατον αμνόν απέρχεται
σφραγίζοντας ξανά το σκοτάδι.
ΣΤΟΥΣ ΛΕΙΜΩΝΕΣ ΤΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΗΣ ΣΟΥ ΨΥΧΗΣ
Στους λειμώνες της εσπερινής σου ψυχής
που συντριβάνια στολίζουνε την αχτίδα του ήλιου
και ραμφίζουν οι σπουργίτες τις ρανίδες του νερού
εκεί, λέω, μάνα μου, εκεί να σηκωθώ να ΄ρθω
που αναφτερίζουν τον απόσπερό τους οι πεταλούδες
και στεγνώνει στο μέτωπο του κόσμου ο πυρετός.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Μια μέρα στέναξε ο Κρόνος στον Τάρταρο
κι ο Δίας που καιρό αφουγκραζόταν ανήσυχα
θυμήθηκα πάλι το ζήτημα του Προμηθέως
την προφητεία και το σκοτεινό πουλί.
Και για να πάψει η ανυπόφορη επανάληψις
που απασχολούσε την ευαισθησία της αιωνιότητος
του γιου του φώναξε να ελευθερώσει τον δεσμώτη
να κάνουν του ουρανού το θέλημα οι θνητοί.
Και σύχασε στα κατώγια του κόσμου ο τύραννος
που γίνονταν η κάτω δόξα κι η συμφορά
να λυτρωθεί και φτερωτός στον Όλυμπο
να βασιλέψει ο φόβος της αιωνιότητας.
ΕΠΕΙΔΗΣ ΗΤΑΝ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑ ΑΡΓΑ
Επειδής ήταν πόλεμος κι η ώρα αργά
είπα να γυρίσουμε σπίτι μη και μας βρει η περίπολος
κι η συμφορά. Εκείνος σαν να γέλασε,
κάτι σαν μαρμαρωμένος λυγμός στην παγωνιά
του μισοφέγγαρου. ‘Σιγά, μή βιάζεσαι αδελφέ,
ξεχνάς πως έχω χρόνια ν’ ανεβώ αυτές τις σκάλες.
Κι έπειτα, δεν είναι αυτός ο δρόμος που θυμάμαι.
Πού είναι εκείνες οι αυλές, οι βαμμένοι τενεκέδες
με τα γεράνια, τα μπαλκόνια με τις μοσκοκαρφιές;
Και για ποια περίπολο μιλάς; Ξέρεις πως χρόνια τώρα
με σέρνουν κρύα ρέματα και βολοδέρνω
μέσα στου νου σου τις ερημιές.’ Κι ήτανε τότες
που ξαφνικός αγέρας σίφουνας έσπρωξε το φεγγάρι
πέρα απ’ τον ουρανό, αφήνοντας το καντήλι να τσιρίζει
στο μισοσκόταδο, μπροστά στο εικονοστάσι.
Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΚΟΙΛΑΔΑ
Κλειστή μες τα φαιά βουνά
η μικρή μας κοιλάδα με τα νερά βλυχά
κι απάνεμο το καλοκαίρι. Τις νύχτες
ανάβουνε φωτιές, που το κουνούπι
επίμονο, κι αποσπερίζουνε μες στις αυλές
ψιθυριστά, μη και τ’ ακούσει η νύχτα
και γίνουνε σκοτάδι τ’ άσχημα νέα
πέρα απ’ τον πέρα κόσμο.
Λένε πως θα μας κόψουν το ψωμί
και το κριθάρι ανέβροχο φέτος
κι αναιμικό στα σκαλωτά μας πετροχώραφα.
Τ’ αηδόνια μας ενοχλούν όλη νύχτα.
Είναι φορές που δεν κλείνουμε μάτι
λες κι απαντέχουμε να γίνει φως.
Σεπτέμβριος 2011
ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΟΥ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
Στα βουνά της πατρίδας μου τα σύννεφα
δεν ακουμπάνε ποτέ. Μήτε μονόχνωτο αετό
θα δεις σεργιάνι αγέρωχο στον πάνω αέρα,
μήτε τα φαλακρά, τα γρουσούζικα πουλιά σε σύναξη
και ζουμερό τσιμπούσι στις πίσω λαγκαδιές.
Στον αέρα μας βασιλεύει κυρίαρχη η κουρούνα.
Αυτή μονάχα χαίρεται το ξεχασμένο σύκο
και το ψοφίμι, μαύρη αριστοκράτισσα ξεχωριστή,
στον γαλανό μας ουρανό. Καμιά φορά,
ακούνητο στ΄Αυγούστου την κορφή, το γεράκι,
ν’ αναστατώνει κλώσσες και κυράδες στις γειτονιές.
Στους γιαλούς της πατρίδας μου δεν ξέσπασαν ακόμα
σίφουνες και ραγάνια, και στα νερά μας ταξιδεύουν
μπρατσέρες ακόμα με σιγουριά, κουρίτες και μαούνες
– χάρτινα αθύρματα, τενεκεδένια, μιας εποχής
που δε λέει να πεθάνει. Καμιά φορά μανιάζουνε
μελτέμια γαλανά και σταχτιές σοροκάδες, κι αφροί,
σηκώνονται ψηλά στους κάβους και κρωγμοί
που ταξιδεύει γοερά η φουρτούνα, και τότες τρέχω
προσκυνώ στο εικονοστάσι, όπου θαμπά
φέγγουν ασήμι τάματα θυμητικά της πατρίδας μου,
εκεί που κανένας δε θα γυρίσει ποτέ.
ΔΙΨΑ
Μακρύς και δύσκολος ο δρόμος και πάει σέρνοντας
τον ταξιδιώτη σε βήματα και τόπους μαδαρούς
εκεί που φτάνεις με τη δίψα σου σ΄αφρούρητο τείχος
ερειπωμένο τείχος Σινικό και πέρα ως τ΄ουρανού
τα θολωμένα σύνορα ρεστία κι αντιμάμαλο
μια έρημη Σαχάρα. Κι εμένα, μάνα, που μου ΄πανε
πως έχει μόνο λιβάδια εκεί που κάθεσαι
με κρούσταλλα νερά για τα κοπάδια τ΄ουρανού
γραμμένους μπαξέδες και κάτασπρα σπίτια
με τζάμια που αστράφτουν παστρικά στον ακάθιστο ήλιο.
Πού να σου λέω τώρα με τι λαχτάρα ξεκίνησα.
Αλλά μπορεί να βγήκα λάθος, μπορεί να διάλεξα στραβά
στα σταυροδρόμια κι ας ρώτησα στα νιάτα μου σοφούς
και συμβουλεύτηκα περγαμηνές και βιβλία.
Ένα μονάχα είναι σίγουρο, πως γύρισα άπραχτος
πάνω στα βήματα του πηγαιμού. Και τώρα
κάθομαι στην αυλή μου και μελετώ το μουχρό φως,
που αργοσυνάζεται να γίνει σκοτάδι, εκείνη τη δίψα
που οι καιροί μας σβήνανε με πιο ακριβά νερά.
/Από την ποιητική συλλογή ‘Δίψα‘/
ΠΕΡΑΣΑ ΠΕΝΤΕ ΘΑΛΑΣΣΕΣ
Πέρασα πέντε θάλασσες
κι ας ήταν ο γιαλός πικρότερος
κι απ’ τη χολή του χωρισμού.
Δρόμους και δρόμους δάμασα
κι ας τη σημάδεψαν κάθε στιγμή
πάνω στ’ αμόνι του διωγμού.
Ποιον να ρωτήσω αν φάνηκε
τ’ άστρο και το πουλί τ’ ανέσπερο;
Κι αν κούρνιασε, να μου μηνύσει ποιος;
Στον τόπο τούτο που γυρνάς γυμνός
κάθε κλαδί και ξόβεργο
κάθε γωνιά και κυνηγός.
Μέρα και νύχτα νήστεψα
κι ας ήταν το ψωμί φθηνότερο
κι απ’ του φτωχού τον παιδεμό.
Όρθρους στεγνός γονάτισα
κι άλλο δεν άκουσα μες την αυγή
παρά της πέτρας τον αχό.
Ποιον να ρωτήσω αν φάνηκε
τ’ άστρο και το πουλί τ’ ανέσπερο;
Κι αν χάθηκε, να μου μηνύσει ποιος;
Βαθαίνει στο φαράγγι ο στεναγμός
μα αλαργινό το χέρι σου
κι ο κάτω δρόμος σκοτεινός.
ΜΙΑ ΡΑΨΩΔΙΑ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
(ποίημα V)
Στο λιμάνι ζωντανεύει πάλι τα σχέδια
η αψίθυμη κουβέντα των ανθρώπων.
Στα βράχια μέσα στις ρηχονεριές
ο σκεφτικός κωβιός και ο στιλπνός γύλος
το μονότονο καβουράκι
το παρδαλό κοχυλάκι
οι ξαφνικές συννεφιές των αθερνών
ρίχνουνε μάγια στων παιδιών τα μάτια
και ψηλά και πέρα απ’ το μυαλό βγαίνουν
και μπήγουν οι μανάδες κάτι φωνές
που ξελογιάζουν τα πουλιά στα κοτέτσια
και κοιτάνε οι γέροι ανήσυχα στις αυλές.
/Από την ποιητική συλλογή ‘Ο άρρωστος μπαρμπέρης και άλλα πρόσωπα‘/
ΕΛΕΓΕΙΟ
Γιατί καρφώσαν τον αγέρα στην πόρτα σου
με το μαχαίρι
την ώρα που μας πρόδωσε ο ύπνος
γιατί πετροβόλησαν τα χελιδόνια
στο παραθύρι σου
την Άνοιξη που μας ξελόγιασε η χαρά
γιατί ρίξανε φαρμάκι στο πηγάδι σου
τα ξημερώματα
π’ αφήσαμε την εμπασιά ανοιχτή
γι΄αυτό, φίλε μου
γι’ αυτό σκυθρωπιάζει η μνήμη στα χέρια μας
γι’ αυτό λουφάζει η σκέψη κι αγαναχτεί
παγιδεμένη στα στενά χάσματα της καρδιάς
γιατί τα σύννεφα στεγνά και τ’ ουρανού
τα τρίσβαθα
θρόοι και ψίθυροι κι η σιωπή της σάλπιγγας
γιατί του χρόνου τα καμίνια φτύνουν
βλοσυροί θεοί
κι οι φλόγες τυραννάνε το κόκαλο.
/Από την ποιητική συλλογή ‘Το σπίτι με τους ευκαλύπτους‘/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου