Στον ουρανό αρμενίζοντας, πως είναι μεσονύχτι.
Όλα σιγούν. Στη θάλασσα γλυκοκοιμούντ’ οι ανέμοι,
Και κάθε αστέρι, που ψηλά φεγγοβολάει και τρέμει,
Φαίνετ’ αγγέλου σπλαχνικού προσηλωμένο βλέμμα
Στον κόσμο, που ποτίζεται πάντα με δάκρυα κι αίμα.
Κάποιο, στα βάθη της νυχτός, Πνεύμα καλό και θείο
Μ’ ελεημοσύνη θα ’γυρε τα μάτια και στο πλοίο,
Αν ένα κούρασμα γλυκό κι ύπνος αγάλια εχύθη
Σε τόσα εκεί, που λάχτιζαν, απελπισμένα στήθη.
Όλοι κοιμούνται· μοναχά δεν είναι σφαλισμένα
Δυο μάτια ουρανογάλαζα, δυο μάτια ερωτεμένα.
Ο στοχασμός, που γλήγορα θ’ αράξει στ’ ακρογιάλι,
Όπου φαντάζεται να ιδεί τον ακριβό της πάλι,
Ως έχει χρεία, της Ευδοκιάς ανάσασα δε δίνει,
Μήτε να κλείσει βλέφαρο καθόλου την αφήνει·
Πλην στον αγώνα, που ξυπνή την εβαστούσε ακόμα,
Το τρυφερό της έπεσε παραδαρμένο σώμα,
Κι εκεί που η μαύρη καταγής ακίνητη απομένει,
Στη χλόη θαρρεί του τόπου της πως είναι πλαγιασμένη.
Αν στο ροδάτο μάγουλο σιγά-σιγά τ’ αέρι
Μιαν άκρη από τα ξέπλεκα σγουρά μαλλιά της φέρει
τ’ αγαπημένου το φιλί πώς αγρικάει παντέχει,
Και νέα σε κάθε φλέβα της γλυκάδα ουράνια τρέχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου