Τη νύχτα πώς φοβάμαι και τους στοιχειωμένους της
Όλα καλά στης μέρας το λεπίδι
-καλά, τρόπος του λέγειν, δηλαδή -
αλλ’ ωστόσο κανείς κρατάει τα προσχήματα,
παίζει κουτσά στραβά το θέατρό του,
διασώζεται, επιτέλους.
Η νύχτα, όμως, καραδοκεί, σαν γύφτισσα, σαν κλέφτρα
μ’ αυτό το βρώμικο, εξαθλιωμένο της φεγγάρι
πίσω απ’ την πόρτα, την πλατεία, το δρόμο.
Σ’ αρπάζει μες τα βρόχια της, σε μαγνητίζει
γαλάζια στην αρχή και ύπουλη,
μες στην απόγνωσή της σταχτοπράσινη,
μαβιά και κολασμένη στα στερνά,
αγνοώντας συμβουλές και παραινέσεις,
σαρκάζοντας, εξομοιώνοντας τους πάντες και τα πάντα,
σχίζοντας τα συμβόλαια, ακυρώνοντάς τα.
Τώρα είμαστε όλοι ίδιοι,
το ίδιο πάθος μας τσουρουφλίζει,
το αίμα τρέχει από τις φλέβες ακατάσχετο,
κυλούν τα μάτια μας στο πεζοδρόμιο,
κολλάνε πάνω στις βιτρίνες,
κοιτούν, ζυγίζουν τους περαστικούς,
τ’ αγάλματα στα πάρκα ζωντανεύουνε,
τα δένδρα ανοίξανε τα καταφύγιά τους.
(προσέλθετε, όσοι πιστοί κι απολωλότες,
όσοι κυνηγημένοι ας σας χαϊδέψουνε οι φυλλωσιές το πρόσωπο,
τα ζώα του παραδείσου, το ζαρκάδι, ο αίγαγρος, ο ερωτικός λαγός
θα σας συνδράμουν όπως προφύλαξαν τη Γενοβέφα)
κι οι γέροι ποιητές
προβάλλουν το κεφάλι στο παράθυρο
είναι ώρα τους, φωνάζουν βοήθεια,
φωνάζουν άγνωστους φαντάρους πάνω,
επισείουν προκλητικά το πορτοφόλι τους,
ρίχνουν μ’ ένα τρελό βλέμμα στη φωτιά τα ποιήματά τους
που πήρε μια ζωή να γράψουν,
γδύνονται να ’ναι έτοιμοι,
ανάβουν κερί, βάζουν κολόνια, πίνουν ηρεμιστικά,
ρωτούνε, βρίζουνε, δακρύζουν και ξαφνικά –
σωπαίνουν.
Τίποτα.
Η άβυσσος τους παίρνει, πέφτουν, χάνονται,
τέρατα μυθικά τους καταπίνουν στο σκοτάδι,
αιωρείται στον αέρα ένα χαρτί,
κάποιο πρωτόλειο ποίημα τους,
μυρίζει λίγο γιασεμί απ’ την κολόνια τους,
κι αυτό ήταν.
Ο φαντάρος βιαστικά κουμπώνεται, καληνύχτα.
Αύριο πάλι.
Η μεταφυσική της μιας νύχτας, 1982
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου