Και έτσι έμαθε πως ήτανε νησί
και τ’ όνομά του Ικαρία.
Και ότι εκεί
σ’ αυτό που ήτανε σημείο
εμάχονταν και πολεμούσαν ηδονές
και πάλι αγκαλιάζονταν μέχρι να αλωθούν
στήθος με στήθος οι γλυκές με τις αιμοχαρείς
σώμα με σώμα αλάλαζαν να ξεχωρίσουν
ποιες της οδύνης και ποιες της γλύκας
που ακουμπάει το σώμα στην ψυχή.
Και είδαν ότι αχώριστες πως είναι
πλεγμένες μεταξύ τους τ’ αντίθετα σαν όμοια
τα όμοια σαν ξεμάκραιναν να μιμηθούν πολέμους
και πικρούς του έρωτα καημούς.
Σαν ίδια όψη που αντανακλά
το βάθος της ψυχής και
το απύθμενο το μάτι των σωμάτων —
εκείνο που σαν πέρασμα σε βγάζει στην στεριά.
Και έστερξαν αξεδιάλυτες πως είναι αξεχώριστες
Ένα κουβάρι μεταξύ τους κόσμος
Το αχ του αναστεναγμού
στο ακατοίκητο της μνήμης
μ’ αυτή την τόση δα ανάσα ηδονής
που αφήνουνε τα σώματα σαν νοσταλγία
πως κάποτε μία ήταν η πληγή
Σε νοσταλγώ συνέχεια.
Από τη συλλογή Μαύρη Θάλασσα (2000)
Πηγή: https://thepoetsiloved.wordpress.com/2017/10/01/maria-kyrtzaki-ikaria-%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CF%85%CF%81%CF%84%CE%B6%CE%AC%CE%BA%CE%B7-%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου