Ονόματα που επιπλέουν
στον ωκεανό της λήθης:
Κόριννα, Πράξιλα, Μοιρώ,
Ανύτη, Ήριννα, Ψάπφα.
Φιγούρες χωρίς πρόσωπα
καθεμιά με το φωτοστέφανό της
να πλαισιώνει ένα κενό.
Μύθοι ακολουθούν τα ονόματα
και σπαράγματα στίχων
που μεγεθύνουν το αίνιγμα
αντί να το λύνουν:
«Ἔρος δ’ ἐτίναξέ μοι
φρένας, ὡς ἄνεμος κάτ’ ὄρος δρύσιν ἐμπέτων.
ἀλλ’ ἐπιπάντων
ἐλπίδας οὐλομένα Μοῖρ’ ἐκύλισε πρόσω.
χὥτι με νύμφαν εὖσαν ἔχει τάφος εἴπατε και τό.»
Ποια να ʼσουνα
Τελέσιλλα, Νοσσίς, Κασσία;
Τα μάτια αναζητούνε μιαν εικόνα
να συμπαρασταθεί στους στίχους σας
και δε βρίσκουν παρά
εν’ ακέφαλο άγαλμα
στην αυλή του μουσείου
ένα ιωνικό κιονόκρανο
γερμένο στη χλόη.
Ίσως να κράτησε το στεναγμό σας
το κύμα που σβήνει
στον αμμουδερό κόρφο
την πυρά της ψυχής σας
ο κάμπος με τις παπαρούνες.
Ποιος θα σταθεί αντίκρυ στη Μοίρα;
«Μουσάων ὁλίγη τις ἀηδονίς»
Αηδονίδες της ποίησης
οι ρανίδες του λόγου σας
θα αιωρούνται για πάντα στο φως
πάνω απ’ την κόνιν των σωμάτων.
Από τη συλλογή «Σπασμένα αγάλματα και πικροβότανα»
Πηγή: "Ανθολογιά από το έργο του Γ. Μανουσάκη» σελ.80-81
Επιλογή επιμέλεια Κώστας Μπουρναζάκης.
Σημειώσεις του Ποιητή:
Από τους στίχους που παρεμβάλλονται στο ποίημα οι δύο πρώτοι
(«Ἔρος δ’ ἐτίναξέ μοι φρένας ὡς ἄνεμος κάτ’ ὄρος δρύσιν ἐμπέτων»
ανήκουν στην Ψάπφα (Σαπφώ), του 7ου αιώνα π.Χ.,
οι δύο επόμενοι («... ἀλλ’ ἐπιπάντων ἐλπίδας οὐλομένα Μοῖρ’ ἐκύλισε πρόσω....) στην Ανύτη από την Τεγέα, του 4ου αιώνα π.Χ,
ο πέμπτος «χὥτι με νύμφαν εὖσαν ἔχει τάφος εἴπατε και τό.») στην Ήριννα από την Τήλο, του 4ου αιώνα π.Χ
και ο τελευταίος(«Μουσάων ὁλίγη τις ἀηδονίς») στη Νοσσίδα από τους Επιζεφύριους Λοκρούς της Κάτω Ιταλίας, του 3ου αιώνα π.Χ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου