ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Στο βάθος, όμως ήξερα, πως κάτι το απροσδιόριστο, θα τα ματαίωνε όλα ξαφνικά, κι όταν τους άκουγα να μιλάνε, ένοιωθα σα να μην είχα μεγαλώσει ποτέ, τόσο ήταν αδιάφοροι, (κι έπρεπε να το προφυλάξω, και κανένα μέρος δεν ήταν ασφαλές), κι όπως πήγαινα στο δρόμο, έρημος, άπλωνα το χέρι, χωρίς νάναι κανείς, γιατί, ποιος μας λέει, ότι δεν είναι κάποιος εκεί που περιμένει, τότε χτύπησαν την πόρτα "πως ήρθες;" του λέω, ήταν ένας παλιός, παιδικός φίλος, "έχω κάτι να τελειώσω ακόμα" είπε, κι όλη τη νύχτα, άκουγα τους λυγμούς του στη διπλανή κάμαρα, γιατί είχε πεθάνει πολύ νέος, κι ήρθε να κλάψει, ώστε να τελειώσει ο προορισμός του πάνω στη γη.
Τάσος Λειβαδίτης
Από τη συλλογή ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου