Πίνω ένα ανείδωτο ποτό
σε πέρλα σκαλισμένη,
όσα ’χει μούρα η Έσση
δεν δίνουν σαν αυτό!
Μεθώ με τον αέρα εγώ,
με τη δροσιά αλητεύω,
στ’ άσωτο θέρος σκουντουφλώ,
το γαλανό έχω στέγη.
Σαν θα πετάει ο κάπελας
έξω αργά ένα βράδυ
τη μεθυσμένη μέλισσα
στης πίκρας το λιβάδι
και το γυαλί θα παρατούν
οι πεταλούδες κάτω,
εγώ το ποτηράκι μου
θ’ αδειάσω άσπρο πάτο!
Ώσπου τα Σεραφείμ να 'ρθούν
τινάζοντας το χιόνι
απ’ το καπέλο τους μεμιάς
για νά 'βγουν στο μπαλκόνι,
για νά 'βγουν κι οι άγιοι μαζί
ψηλά απ’ το θείο βασίλειο
να δούνε τον μικρό μπεκρή
να πιάνεται απ’ τον Ήλιο!
Mετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου