Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

Γιάννης Ρίτσος-Απομνημονεύματα ενός ήσυχου άνθρωπου πού δεν ήξερε τίποτα


μόνος με πυκνωμένες νύχτες κάτω απ’ τα έπιπλα με αναρίθμητα

αόρατα πλήθη στον αέρα και στο χώμα

μικροί κουρασμένοι σοσιαλιστές από τις κακουχίες αιώνων

άλλοι γεροί με προεξέχον το καρύδι του λαιμού τους απ’ τα έντονα λόγια

κ’ ένα σύννεφο νικηφόρο στο σούρουπο υποβαστάζοντας μια φωταγωγημένη πολιτεία στα ύψη

και το φώς μυστικών αεροπλάνων φωτίζοντας μόλις τις προσόψεις των πολυκατοικιών και τούς τοίχους των κήπων

 

αγνοί παλιοί μαρξιστές κ’ οι νεότεροι με τα μακριά μαλλιά τους

σπουδαστικές ζυμώσεις όνειρα καυγάδες συνδικάτα φιλίες

κάγκελα κι άλλα κάγκελα πεσμένες πόρτες

παγκόσμιες συναντήσεις κάτω από μικρά δέντρα

κρυφές φωτογραφίες εκτελεσμένων σε φασιστικά στρατόπεδα

άσπρα προαύλια Πανεπιστημίων με μαύρες και κόκκινες κηλίδες

 

διαβάζω ανάποδα τις λέξεις βρίσκω το σωστό νόημα τους

παίρνω το μαυροπίνακα κάτω απ’ τη μασκάλη μου φεύγω

ό τρίφτης κατρακυλάει στη σκάλα τρέχουν οι αρουραίοι

γ κ ρ ο ύ χ είπε ν τ β έ ρ ζ  είπε

 

ωστόσο είχα διατηρήσει ένα ψαλίδι ένα μπαστούνι με ασημένια λαβή κ’ ένα δίσκο

μια ραπτομηχανή στην είσοδο της τραπεζαρίας

ένα ταριχευμένο τριαντάφυλλο σε μια κασετίνα από παλιά ποιήματα

την ένοχη αφή μιας κλεμμένης μαθητικής κιμωλίας

όταν μού τηλεφώνησαν επ’ αυτοφώρω τάχασα ολότελα

ήταν μια διακοπή μ’ όλο το παρελθόν πού ετοιμαζόταν νά γίνει ένα αριστούργημα

και σκεφτόμουν να μην παραλείψω το ποτάμι και προπάντων τις ακρίδες

 

στο καφενείο φιλονικούσαν άνθρωποι μουσκεμένοι απ’ την άξαφνη ψιχάλα

ήταν μάλλον μπαρ ναυτικό

άγκυρες κρεμασμένες στο ταβάνι δίχτυα στους τοίχους

ένα χαρτονένιο καράβι με μικρά πολύχρωμα λαμπιόνια

και τα ποτήρια πού χτυπούσαν το ‘να τ’ άλλο μες στο καράβι καθώς

ανάπνεε δυνατά ό καπετάνιος κ’ οι τρεις λοστρόμοι σφουγγάριζαν το κατάστρωμα με μεγάλα

τσουβάλια σφουγγαρόπανα σκουπόξυλα κουβάδες

 

έχω μιαν αυτοκρατορία δική μου κάτω απ’ το κάθε νύχι μου είπε αν κάψω μια μπλε κορδέλα στο σταχτοδοχείο αν αφήσω την πίπα μου στο τραπέζι να κάνει τού κεφαλιού της αν πω στην κιθάρα του ναυτόπουλου αυτά που εκείνος δεν μπορεί να

πει μήτε κανένας άλλος με τόσα κατεψυγμένα ψάρια πλάι στ’ αγάλματα και στις υδρίες μεγάλα ψάρια με χρυσά νομίσματα στα δόντια τους κ’ οι υαλογραφίες στη δυτική πλευρά με σμαραγδιά φοινικόδεντρα

και κόκκινους σκίουρους και το λιοντάρι ήταν δεμένο μέσα στις πανάρχαιες καμπανοκρουσίες

 

άλλοι τα ορίζουν αυτά έτσι είπαν δικαιολογούνται κρύβονται τη

δουλίτσα τους κάνουν εγώ δεν τ’ ακούω κάτι τέτοια έχω κ’ εγώ να ορίσω κι ορίζω μου τόπε κι ό Μαθιός με το τομάρι του λύκου ριγμένο ασίκικα στον ώμο του

κάνω κ’ εγώ τη δουλειά μου — αντέστε στο καλό σας με τις αντιρρήσεις σας

υφασματέμποροι τελωνειακοί αστυνομικοί διαφημιστές ειρηνοδίκες στρατιές σκονισμένα μπουκάλια κοσμήματα ενστάσεις

πάντοτε προτιμούσα τα μεγάλα ζώα σε μεταμεσονύχτια δάση ελέφαντες αρκούδες

μια γυναικεία μελαγχολία στο παράθυρο μ’ ένα πουλί κ’ ένα κρυφό

φιλήδονο φεγγάρι

όταν ό σπάγγος χαλαρώνει στον τοίχο και τυλίγουν σ’ εφημερίδες

ψαροκόκκαλα για τις γάτες τού Μπωντλαίρ πού αγρίεψαν

 

χτύπησα τα καρφιά στο μάρμαρο καρφώθηκαν γερά μείναν

 κρέμασα τα δισάκια των οδοιπόρων το τσεμπέρι της γριάς τα σακουλάκια με τα φιστίκια

ένα ντυμένο μάρμαρο είναι πιο γυμνό

τις προσωπίδες τις είχα κρύψει στο μπαούλο

το μπαούλο το ‘χα κρύψει στο πατάρι

το πατάρι το ‘χα κρύψει στον καπνό

 

είδα τις μεγάλες μηχανές να θερίζουν τις μπαμπακοφυτείες

ανακάτεψα τα ξερά τσόφλια στα μαλλιά σου όταν κοιμόσουν

ήσουν ωραίος σαν πνιγμένος με κολλημένες στους ώμους σου αχιβάδες

με το μπαμπάκι τύλιξα τα δόντια μου για να μην τρίζουν

μάκρυνα πιότερο το νήμα τραβώντας το και με τα δυό μου χέρια απ’ το λαρύγγι τού κόσμου

 

ένιωθα πράγματι ελεύθερος κι όμορφος

ανακατεύοντας έτσι ζητωκραυγές γιασεμιά και στραγάλια

μην έχοντας να δώσω λόγο σε κανέναν μπάσταρδο

αν και είχε αυτοκτονήσει ό Μαγιακόβσκη

και το τεράστιο παντελόνι του κρεμότανε στο σύννεφο χιλιοσκισμένο απ’ τα νύχια των σκυλιών του

 

γιατί πρέπει να ξέρεις πως η γέννηση είναι ένα πράμα περίεργο

που ποτέ δεν το ξέρεις ως το τέλος

ή το ξεχνάς στη μέση και ξαναρχίζεις σα να μη συνέβη τίποτα

κ’ ή ανάσα της γης σου χτυπάει και πάλι τα ρουθούνια κατακαλόκαιρο

και μετανιώνεις όλους τους θανάτους

και σφίγγεις δυνατά τη ζώνη σου και τα κορδόνια των παπουτσιών σου

κι όλα είναι ευφάνταστα κι ακατανόητα σα φρέσκα καρότα

 

γι’ αυτό σου ‘λεγα να μην απελπίζεσαι

να μην κάνεις ενέσεις

αν θέλεις μπορείς να κοιτάς τις ενέσεις παραταγμένες στο κομοδίνο

σα γυάλινα καραβάκια που δεν ταξιδεύουν στη θάλασσα

που τη θάλασσα την έχουν μέσα τους ακίνητη και τη βλέπεις

κίτρινη από’ ναν ύπνο που θα επακολουθούσε

 

οι συμβουλές είναι εύκολες όταν έχεις δυό καρέκλες ν’ απλώνεις τα

πόδια σου και μεγάλη λιακάδα

όταν έχεις ένα δεύτερο καφέ συνέχεια παγωμένο νερό και μια τέντα

ραβδωτή πράσινη κι άσπρη

 όταν δεν έχεις να πληρώνεις νοίκι με καρφιά στον τοίχο κ’ ένα

καθρεφτάκι για το ξύρισμα πού πουθενά δε στεριώνει

αυτά ήταν όλα κι όλα πού είχα να σάς πω με την ανεμελιά τού νυν

χορτάτου

μ’ ενδιέφεραν πάντοτε τα καταστήματα ειδών υγιεινής

ιδίως τις νύχτες μετά το σινεμά στην οδό  Αχαρνών ή 3ης Σεπτεμβρίου

ή εκείνα στον “Άγιο Παντελεήμονα πίσω απ’ τα πολυκλαδεμένα χειμωνιάτικα δέντρα

αντανακλάσεις στην άσφαλτο φώτα ζαχαροπλαστείων μάγκες ταξιτζήδες

 

εξουθενωτικό αυτό το λευκό παρηγορητικό ταυτόχρονα το ‘να

τσιγάρο πάνω στ’ άλλο ό αέρας παίρνει τον καπνό δίπλα στ αυτί σου

άσπρα πλακάκια άσπρες μπανιέρες άσπρες λεκάνες

το άσπρο χύνεται στα πεζοδρόμια γλιστράει στις παρόδους

βάφει με στουπέτσι τα παπούτσια της πόρνης πού κάνει πιάτσα έξω απ’ το φερετροποιείο

ονειρεύομαι τότε ένα μεγάλο ρολόι

το εσωτερικό του ρολογιού με δεκατρία κεριά αναμμένα απ’ τον Καβάφη

με έξη καρότσια παραλυτικών παιδιών οι τροχοί είναι εικοσιτέσσερις

 

αυτοί οι τροχοί μιμούνται ένα τραίνο φορτωμένο με σφαγμένα βόδια

στην κορφή των βοδιών κάνει έρωτα ό θερμαστής με την Ουρανία

τρέχουν αίματα σπέρματα σκοινιά κουκουβάγιες κουδούνια

 τα χόρτα είναι κίτρινα ανάμεσα στις ράγιες

οι καπνοί κάθονται στις γύρω συκιές και μαδάνε αδιάφορα τά πούπουλα τους

στους Σταθμούς πουλάνε χαρτοφάναρα βρασμένα αυγά λουκάνικα

πατάτες λαγήνια

διαλέγω μια πιπεριά τη χώνω στην τσέπη μου να θυμηθώ να τη

φάω κάτω απ’ το Αστεροσκοπείο

όλοι έμειναν άναυδοι

κ’ εγώ

 

οί Εβραίοι μαζεύονταν στο συνοικιακό Αλσύλλιο

καθόντανε κατά προτίμηση στα παγκάκια τα δίχως πλάτη

ό Ηλίας έλεγε δεν ξέρω ποιά σχέση έχουν οί Εβραίοι με τούς

κύκνους

όμως έχουν

ύστερα απάγγειλε χωρίς λόγο μιαν Ωδή τού Κάλβου

 

 

ή Μαρία είμαι ολότελα χαμένη ξανάπε με μια γούνα προβατίσια

και με γάντια πυγμάχου

ή Ελένη βρήκε ευκαιρία να ξεφύγει

ανέβηκε την ξύλινη σκάλα στο παλιό σπίτι

γνώρισε καλά τα βήματα της απ’ τα παλιά χρόνια στον απάνω διάδρομο με τον καθρέφτη τον καλόγηρο τις γαλότσες

όταν ένα βράδυ καλοκαιριάτικο μασουλούσε εκεί πέρα ένα μεγάλο κλεμμένο σταφύλι

ζουλώντας τις μενεξεδένιες ρώγες με τα χείλη της τη μύτη της μαζί καί τό πηγούνι

αυτό είναι μούστος έλεγε θα γίνω κόκκινη σαν τη θεατρίνα στο σφαγείο

γιατί της άρεσε να φοράει την κουρτίνα στο κεφάλι της να κάνει τη νύφη τ’ απογεύματα μέσα σ’ εκείνα τα μεγάλα δωμάτια τα σχεδόν άδεια

 

περίμενε λοιπόν το λατερνατζή πίσω απ’ τα τζάμια με φλουριά με

ντέφια μ’ ένα λυπημένο αποκριάτικο τραγούδι

τζούν τζούν στο λασπωμένο δρόμο με τα πεθαμένα μόνιππα

και το θερμόμετρο ήταν πάνω στο μάρμαρο τού νιπτήρα

κι απ’ την κουζίνα ερχόταν στο μακρύ διάδρομο ή μυρουδιά απ’ το

ζουμί της κότας πού έβραζε στην γκαζιέρα

κ’ ή Ελπινίκη είχε πολύ μακριά μαλλιά και πυρετό και μια κιθάρα

 και ξέχασα να πω πώς κ’ ή γκαζιέρα είχε κι αυτή μια πολύ μακριά ιστορία

κάτι βίδες και κόμπους κ’ ένα στόμα πικρό καπνισμένο με τρύπες σαν ξεχασμένο μανιάτικο μοιρολόι

 

κ’ εϊτανε τότε πού δέν είχαν φέρει ακόμη τό νερό μές στά σπίτια

κ’ οί γυναίκες μέ τίς στάμνες τους καυγάδιζαν στό ύπαιθρο μπρο¬στά στίς δημοτικές βρύσες

κι ό θείος Νικόλας είταν άρρωστος καί πολύ κρυμμένος

κ’ έπρεπε όπως όπως νά πεθάνει καί νά φύγει μέ τά γένεια του καί

        τό ραβδί του στόν κάτω δρόμο μέ τίς καρβουναποθήκες

 καί στ’ άλλο δωμάτιο καθάριζαν κιόλας τό μαύρο του κοστούμι με πολλή βενζίνα

κ’ ή μυρουδιά τής βενζίνας ανακατευότανε μέ τό ζουμί τής κόττας

καί μέ τά τριαντάφυλλα κοντά στό παράθυρο

κ’ οί νεοσύλλεκτοι κουρεμένοι γουλί αδειούχοι κιόλας παΐζαν τάβλι

στό απέναντι καφενείο

κ’ οί μεγάλες αρβύλες τους μύριζαν έρωτα μέ δύναμη στά γρασίόια

μέ τίς άγριομολόχες

καί δέν ήξερες πώς μπαίνει ένα σκυλί μέ νικελένιο περιλαίμιο μέσα

στό ποίημα

άφού στά Εργατικά Συνδικάτα τραγουδούσαν κάτι τραγούδια όλο κάθετα σκαλοπάτια παραπονεμένα ωστόσο

μόλις πού φανταζόσουν τότε εκείνον τόν κρυμμένο θησαυρό κάτω

άπ’ τό σωρό τά σάπια κρεμμύδια πού πετούσαν βλαστάρια

κ’ οί όμορφοι αινιγματικοί άντρες έβηχαν τή νύχτα στίς φυλακές

κ’ ή συνοικία τών Αγίων Ασωμάτων εκτεινόταν αθόρυβα μές στήν

αστροφεγγιά ώς τήν Πλατεία Κουμουνδούρου

κι άπό κεί στήν Όμόνοια Οπου στάθμευαν γυναίκες μέ γαλάζια

πασούμια καί νυσταγμένα αγάλματα μέ τραγιάσκες

κι άπό κεί στή Σταδίου μέ τίς βιτρίνες της όπου εξαρθρώνονταν

άνειδοποίητα μονόφθαλμες κούκλες καί ζαχαρένια αεροπλάνα

 

 

καί διαβάζαμε στή Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια γιά τή

σύφιλη γιά τό σονέτο γιά τή Σόνια Σονόρε

κι ό Καρυωτάκης δέν είχε πάει ακόμη στήν Πρέβεζα

καί τό στρατσόχαρτο μέ τό χοντρό αλάτι άπ’ τίς παστές σαρδέλες

δέν είχε ακόμη περάσει στήν περιοχή τής αισθητικής

(αυτό ακριβώς τό λαδωμένο στρατσόχαρτο περίμενε έμενα καί μέ

αμφέβαλλε επιτόπου στό τραπέζι τής κουζίνας)

καί τά φρύδια τού Παλαμά πύκνωναν σά σημαίες

καί τά τσιτάτα τού Μαρξ καλά αποστηθισμένα γίνονταν κιόλας

πράξη καί τρακτέρ καί πεντάχρονα πλάνα

κι άρχίζανε οί συγγενικές διαδηλώσεις στήν όδό Αυκούργου

κατάφατσα στό Ωδείο Αθηνών όπου οί μαζούρκες τού Σοπέν

έβγαιναν άπ’ τό πιάνο τρέχαν στά παράθυρα κ’ ύψώνανε τά

δυό τους δάχτυλα σέ σήμα νίκης

 

καί κάθου τώρα νά τά βγάλεις πέρα μέ τά νομικά ή μέ τ’ αρχαία

ελληνικά ή μ’ εκείνα τ’ άλλα τά ντούμ ντούμ ντούμ σ’ ένα δωμάτιο τής Αγίου Κωνσταντίνου

τρανταζόμενο ολάκερο άπ’ τά τραμ ντούμ σπίρο σπέρο

 

ευτυχώς ήρθαν οί αιμοπτύσεις νά γλυτώσουμε άπ’ τίς άλγεβρες καί

νά συλλογιστούμε άπ τά μέσα

γιατί ποτές δέν τά κατάφερνα στά μαθηματικά μετρούσα μόνο τό

αμέτρητο καί τό πολύ πολύ ώς τό δέκα

 

 

μετρούσα τό ψωμί τά εργαλεία τόν ουρανό τά χρυσάνθεμα στά δά-χτυλά μου

κ’ οί αριθμοί κοιτούσαν άλλου ένα σύννεφο στό λιόγερμα ή μιά πόρτα κλεισμένη ή έμενα πού απόφευγα νά τούς κοιτάξω

καί τούς μετάφραζα μέσα μου μαζί μέ τίς φωνές τών κουλουρτζή-δων καί τών πλανόδιων ψαράδων

— αρχάγγελος σέ στύση

— κάγκελο σέ ανοιξιάτικο κήπο βράδι μέ κισσόφυλλα

— θέση αντίθεση σύνθεση Μαρξ Έγκελς καί Χέγκελ καί τ’ αυγό

τού Κολόμβου

— καρέκλα στό μπαλκόνι μετά τήν αμνηστία

— τράβα τόν κουβά άπ’ τό πηγάδι θά βρέξεις τά παπούτσια σου

— ξέχασα τί θελα νά πώ κάθουμαι στό χώμα σταυροπόδι

— οί έφτά μάγοι κ’ ή αλεπού πεντάλφα σύν δύο

— γκαστρωμένη γυναίκα στό κατώφλι μέ χοντρές άσπρες κάλ-

τσες γλυπτό τού Μπουρντέλ

— τρία έπί τρία τό ανεξάντλητο σέ φθινοπωρινή ψιχάλα

10 — πήρα άριστα στό τίποτα ή δόξα ό θάνατος ή ανάσταση αέρα φώναζαν στά βουνά τής Αλβανίας

 

είσαι αυθαίρετος μούπε είμαι τούπα κυπαρίσσι μου είπε μπερμπάντη μου είπα

καί τούστρεψα κι άπ’ τήν άλλη μεριά τήν παρειά μου

καί τότε φωνάξαμε μαζί κ’ οί δύο

γιούχα   καί   πάλε   γιούχα   τών πατρί¬δων

καί δεύτερη φορά π ιό δυνατά

γιουχακαιπά λεγιουχατών πα τρίδων

κ’ ήρθαν οί κωπηλάτες μουσκεμένοι θάλασσα καί στάθηκαν στην

πόρτα

 

εντούτοις έμενα δέ μ’ άρεσε νά δίνω λεπτομέρειες τής γενεαλογίας μου

 

τί Βενετσιάνοι καί καπεταναίοι Μονοβασιώτες καί χωλοί τσιφού

τηδες μεγαλογαιοκτήμονες κι αμάξια

δέν ξέρω τίποτα μόνο τό μέγα βράχο τίς ελιές τ’ αμπέλια καί τη

θάλασσα ξέρω

καί τούς ξερακιανούς αγρότες μέ τίς ψάθες τους καί τίς μουστάκες ντάλα μεσημέρι τού Άλωνάρη

σάν τούς άγριότριχους βυζαντινούς Αγίους μέ τά φλωροκαπνισμένα φωτοστέφανά τους φαγωμένα στίς άκριες

καί τίς γερόντισσες τίς μαυρομαντιλούσες νά δαγκώνουν τήν υπο¬μονή τους μπρος στήν άδεια σκάφη τού σπιτιού γονατισμένες

καί τό Λευτέρη τό μικρόν άλογοδαμαστή πού άποπατούσε κάτου άπ’ τή συκιά τρώγοντας ένα μήλο

καί τούς ψαράδες μέ τίς καλαθούνες τους πού σεργιανάγαν Ορθιοι στό Μυρτώο μέ τ’ ολόγιομο φεγγάρι

 

τί πανηγύρια τ’ “Αη Λιά τών “Αη Σαράντα τού “Αη Δημήτρη λαγούτα κι άλογα ζουρνάδες καί βιολιά καί στράκες τού ποδιού στόν αέρα

τσάμικος καλαματιανός κονίσματα Λουλούδι τής Μονοβασιάς καί

Λεμονάκι Μυρουδάτο δημοτικά τραγούδια παραμύθια ή βάβω ή Νεραντζιά καί τά μαύρα

τσεμπέρια

βουτιές καί μακροβούτια βγάζοντας ένα παλιό λαγήνι κεντητό μέ

στρείδια καί κοράλλια τά δειλινά χαζέματα στόν Κούρκουλα βράχια καί καύλες παιδικές

κι όνείρατα καί στίχοι

 

μακριά οί καπνοί τών βαποριών ή άχνογραμμένη Κρήτη τό γαλάζιο

καί τ’ άλλο γαλάζιο άγκυρες γλάροι καραβόπανα ό Κάβο Μαλιάς μαλαματένιες νεροκο-

λοκύθες

άσετυλίνες άστρα πυροφάνια τά μεγάλα χταπόδια τά μπαρμπούνια

οί πνιγμένοι μέ τό ρολόϊ στό χέρι φωνές άπό τ’ Απάνω Κάστρο νύχτες μέ φαντάσματα πανάρχαιοι

πολιορκημένοι κουκουβάγιες


Το τερατώδες αριστούργημα (1977)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου