Τρίτη 12 Απριλίου 2022

Γιώργης Παυλόπουλος-Αποκαθήλωση


Κάπου ξεκαρφώνουν απʼ το πρωί.
Απʼ τʼ ανοιγμένα μνήματα βγαίνουνε κρίνα
κι ο ήλιος μέσʼ στη συννεφιά
σα Λάζαρος με σάβανο.
Έπειτα λάμπουν οι στολές των πεθαμένων
το μετάξι, τα χρυσαφικά, τα λεμονάνθια
όλα τʼ ανώφελα των ενταφιασμών
και τα μικρά σκεύη του κάτω κόσμου.
Τώρα τους βλέπω.
Πηγαίνουν σιγά, πλάι στα κυπαρίσσια
προσέχοντας μήπως δρασκελίσουν
το σχήμα που τους έδωσε ο θάνατος
απλώνοντας τʼ αδύναμα χέρια τους
νʼ αγγίξουν λίγο φως ή τον αγέρα
αυτόν που ανασαίνουμε.
Φτωχά σαγόνια, φαγωμένα χαμόγελα.
Δεν ξέρουνε πώς να φερθούν·
γυρίζουν αφηρημένοι εκεί
κατά το μέρος που ολοένα ξεκαρφώνουν.
Θυμούνται.
*
Δεν είναι πόνος, μήτε ξεκούραση καν·
μονάχα σα να σε κατεβάζουν προσεχτικά απʼ το πρωί
χωρίς να τους δίνεις φρίκη
μέσα σʼ ένα άσπιλο σεντόνι και το νιώθεις
καθώς μετατοπίζουν τις σκάλες από καρφί σε καρφί
ώσπου μένουν τα τέσσερα σημεία στον άνεμο
γυμνά, ματωμένα.


Το κατώγι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου