«Εσύ σκότωσες ποτέ;» ρώτησε ο Ρόμπερτ Τζόρνταν με την οικειότητα που γεννούσε το σκοτάδι και η μέρα που είχαν περάσει μαζί.
«Ναι. Κάμποσες φορές. Αλλά όχι με ευχαρίστηση. Για μένα είναι αμαρτία να σκοτώσεις άνθρωπο. Ακόμα και τους φασίστες, που πρέπει να τους σκοτώνουμε. Για μένα υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην αρκούδα και στον άνθρωπο και δεν πιστεύω τα μαγικά των τσιγγάνων και τα περί αδελφότητας με τα ζώα. Όχι. Εγώ είμαι ενάντια στους σκοτωμούς των ανθρώπων γενικά».
«Παρ’ όλα αυτά έχεις σκοτώσει».
«Ναι. Και θα σκοτώσω πάλι. Αν όμως επιζήσω, ύστερα απ’ όλα αυτά, θα προσπαθήσω να ζήσω με τέτοιον τρόπο, χωρίς να πειράζω κανέναν, δηλαδή, που να συγχωρεθώ».
«Από ποιον;»
«Ποιος ξέρει; Μιας και δεν έχουμε Θεό εδώ πια, ούτε τον Υιό του ούτε το Άγιο Πνεύμα, ποιος συγχωρεί; Δεν ξέρω».
«Δεν έχετε Θεό πια;»
«Όχι, άνθρωπέ μου. Σίγουρα όχι. Αν υπήρχε Θεός, δε θα επέτρεπε ποτέ όσα είδα με τα μάτια μου. Άσε να ’χουν “αυτοί” Θεό».
«Τον διεκδικούν».
«Σίγουρα κι εμένα μου λείπει, αφού ανατράφηκα θρησκευτικά. Τώρα όμως ο άνθρωπος πρέπει να είναι υπεύθυνος απέναντι στον εαυτό του».
«Οπότε θα συγχωρέσεις εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου για τους σκοτωμούς».
«Έτσι πιστεύω», είπε ο Ανσέλμο. «Μιας και το θέτεις ξεκάθαρα μ’ αυτόν τον τρόπο, πιστεύω ότι έτσι πρέπει να γίνεται. Αλλά είτε με είτε χωρίς Θεό, πιστεύω πως είναι αμάρτημα να σκοτώνεις. Το να αφαιρέσεις τη ζωή κάποιου άλλου για μένα είναι πολύ βαρύ. Θα το κάνω όποτε είναι απαραίτητο, αλλά δεν είμαι από τη φυλή του Πάμπλο εγώ».
«Για να νικήσουμε σ’ έναν πόλεμο, πρέπει να σκοτώσουμε τους εχθρούς μας. Αυτό ίσχυε πάντοτε».
«Προφανώς. Στον πόλεμο πρέπει να σκοτώνουμε. Εγώ όμως έχω πολύ ασυνήθιστες ιδέες», είπε ο Ανσέλμο. Βάδιζαν τώρα ο ένας δίπλα στον άλλο στα σκοτεινά κι εκείνος μιλούσε σιγανά και, καθώς σκαρφάλωνε, έστρεφε κάπου κάπου το κεφάλι του. «Δε θα σκότωνα ούτε επίσκοπο. Δε θα σκότωνα ούτε τσιφλικά. Θα τους έβαζα να δουλέψουν στα χωράφια όπως δουλεύαμε εμείς κάθε μέρα κι όπως δουλεύουμε στα βουνά για την ξυλεία, για το υπόλοιπο της ζωής τους. Οπότε θα βλέπανε για τι είναι γεννημένος ο άνθρωπος. Και να κοιμηθούν εκεί όπου κοιμόμαστε κι εμείς. Και να φάνε όπως τρώμε κι εμείς. Αλλά πάνω απ’ όλα να δουλέψουν. Για να μάθουν αυτοί».
«Και θα επιβίωναν για να σε σκλαβώσουνε ξανά».
«Με το να τους σκοτώσεις, δεν τους μαθαίνεις τίποτα», είπε ο Ανσέλμο. «Δεν μπορείς να τους εξοντώσεις, γιατί από το σπόρο τους θά ’ρθουν πιο πολλοί, με πιο μεγάλο μίσος. Η φυλακή δεν είναι τίποτα. Η φυλακή γεννάει μόνο το μίσος. Αυτό πρέπει να μάθουν όλοι οι εχθροί μας».
«Κι όμως εσύ έχεις σκοτώσει».
«Ναι», είπε ο Ανσέλμο. «Πολλές φορές, και θα το ξανακάνω. Αλλά όχι με ευχαρίστηση, και το θεωρώ αμαρτία».
(Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου, 2006 , σ. 62 – Πρωτότυπο 1940)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου