Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος-Μόνωση

Βασίλεψε ο ήλιος κ' η νυχτιά
τώρα φιλεί τον ίσκιο μου·
τώρα το μίσος μούβαλε
το στέφανο του γάμου.
Τι πένθιμα που βράδιασε!
κάποιος χτυπάει στα τζάμια μου·
ας δέσω πια τις σκέψεις μου
κι ας κλείσω τα χαρτιά μου

Κι αφού τα φώτα σβύστηκαν
κι αφού η νυχτιά με πρόλαβε
κι αφού η ζωή δε μούδωσε
μια πέτρα ν΄ ακουμπήσω,
κι αφού είναι τώρα πλέον αργά
κι όλες οι πόρτες κλείσανε,
σαν τους ζητιάνους κλαίγοντας
ας μην κοιταξω πίσω.

Γεννήθηκα σε μια κορφή
που είχε μπροστά μια θάλασσα,
που είχε σιμά τον ουρανό
κ' ήταν σα θαύμα ονείρου.
Μα όταν η μάνα μου καλά
μ' είδε μες στην αγκάλη της,
φοβήθη και με πέταξε
στην αγκαλιά του απείρου.

Κάμπος νερό δε μού 'δωσε
κι άνθρωπος δε με χάιδεψε.
Μου 'βαλαν πίκρα στο ψωμί
κι αγκάθια στα σκουτιά μου.
Κι ενώ τον ήλιο της αυγής
και γω να φτάσω πήγαινα,
σαν πτώμα πίσω μου βαρύ
έσερνα τη σκιά μου.


Κανένα πλάσμα στη ζωή
κ' εμένα δε μ' αγάπησε
και τα παιδιά μου βγάζανε
την γλώσσα όταν περνούσα.
Άνθη στο μέτωπο έβαζα
μ' αυτά δε μου πηγαίνανε,
κι όταν τραγούδααν τα πουλιά,
μου γνέυαν και σιωπούσα.

Μα εγώ γελώντας έφευγα.

Κρυφή χαρά μ' απόμενε
μέχρι θανάτου ν' αγαπώ
τα πλάσματα του κόσμου.
Μα όταν τους άνοιγα κ' εγώ
την αγκαλιά μου, φεύγανε
κι ακούμπαγα στα χέρια μου
κ' έκλαιγα μοναχός μου.


Δεν ήταν πόρνη η μάνα μου
κι άδικος ο πατέρας μου
είχαν τα μάτια τους πλατιά
και φέγγαν καλοσύνη.
Μα ενώ είχα πρόσωπο γλυκό
κ' ήμουν ωραίος σαν Άδωνις,
όταν με βλέπαν έσκυφταν
και κλαίγανε και κείνοι.



Κ' ήταν νυχτιές π' αγρύπναγα
να λύσω το μυστήριο μου,
σ' έναν καθρέφτη μυστικά
κοιτώντας τη θωριά μου,
στο λίγο  φως του λυχναριού.
Μα από μακριά με κοίταζαν
με οίκτο σαν να μην ήτανε
τα μάτια μου δικά μου.

Μα εγώ δεν ήμουνα κακός
κ' είχα καρδιά σαν θάλασσα,
που προκαλεί η γαλήνη της
κ' οι κόλποι μου γελούσαν.
Μ' αν ήταν τ' άστρα πάνω μου
πολλά, σε με δεν φτάνανε.
Προτού μου αγγίξουν τα νερά,
τα φέγγη τους διαθλούσαν. 

Σα σκοτεινό μετέωρο
που η δίνη το σφεντόνισε
μες στ' άπειρο, πάντα άπειρο
μου μένει να διασχίσω;
Μέσα σε στρώματα σιωπής
θα πλέω νυχτιών ατέλειωτων;
(Ρωτούσα: Πότε θα βρεθεί
μια γη να σταματήσω;)

Μα το 'λεγα τόσο σιγά
να μη μ' ακούσουν γύρω μου.
Δεν ήθελα να φταίει κανείς
επειδή εγώ πονούσα.
Μα πάλι, να μην τ' άκουσαν
τρομάζοντας, γονάτιζα
και τη ζωή, σκουπίζοντας
τα μάτια ευχαριστούσα.

Μ' απόψε, που κατάμαυρη
μπροστά μου απλώθη η θάλασσα
κι άγρια το ρεύμα επάνω μου
φουσκώνει της αβύσσου
κ' έριξα τη στερνή ματιά
στο σκοτεινό πλανήτη σου,
θα 'θελα, Κύριε, να μου πεις
αν είμ' εγώ παιδί σου.

Σαν να μην ήμουν κι απ' τα δυο
δίκαιος μαζί και άδικος,
ο ήλιος δε με φώτιζε
που σ' όλους φέγγει εξ ίσου.
Κι αν όργωνα σα δίκαιος,
σαν άδικος κι αν έσπερνα,
δε μουδιν' ο ουρανός νερό,
μήτε τροφές η γη σου.

Μ' αν ειν' αυτός που μ' έπλασε
από σένα πιο μικρότερος
κ' έκθετον μ' έριξεν εδώ
μες στη δική σου χτίση,
να κρύψει απ' των αγγέλων του
τα μάτια το κακούργημα,
δίωξε το μαύρο πλάσμα του
που 'χει στο φως αφήσει.

Μ΄ αν πάλι δυνατότερος
είναι από σένα ο πλάστης μου
και μ' άφησε στην πλάση σου
τη σκοτεινή και κρύα,
πάνω απ' τη μαύρη μου άβυσσο
χαμήλωσε τον ήλιο σου
και της ζωής μου γλύκανε
λίγο την τιμωρία.

Μα σαν δεν είμαι κανενός
πλάσμα κι είμαι παράσιτος
ίσκιος που καίει με τα ίχνη του
τη γη, καταραμένος,
απόψε την καταστροφή
δώσε μου γι' ανταπόδωση
μια και ήμουν σ' όλη μου τη ζωή
μπρος σου γονατισμένος

Η πιο μεγάλη σου νυχτιά,
Θε μου, αν δεν είναι ο πόνος μου
κι έχεις μια νύχτα, που μπορείς
τον πόνο μου να κλείσεις,
παράσυρέ με απ' το φως
στη σκοτεινότερη άβυσσο,
κι που ως κι αυτόν το Σατανά
λυπήθης να εξορίσεις.

Και κει, μες στους κατάμαυρους
όγκους, που θα γυαλίζουνε
απ' το νεκρόφως που μ' αυτά
τα μάτια θα σκορπίζω,
αφού ούτε πλάσμα είχα αδερφό,
μήτε και πλάστη γνώρισα,
μπρος στη μεγάλη μου σκια
μόνος θα γονατίζω!

Οι γκριμάτσες του ανθρώπου

Νικηφόρος Βρεττάκος, Τα Ποιήματα, Τόμος Πρώτος. Αθήνα: Τα Τρία Φύλλα 1999, σσ. 35-39.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου