Γεννήθηκα σε μια κορφή
που είχε μπροστά μια θάλασσα,
που είχε σιμά τον ουρανό
κ' ήταν σα θαύμα ονείρου.
Μα όταν η μάνα μου καλά
μ' είδε μες στην αγκάλη της,
φοβήθη και με πέταξε
στην αγκαλιά του απείρου.
Κάμπος νερό δε μού 'δωσε
κι άνθρωπος δε με χάιδεψε.
Μου 'βαλαν πίκρα στο ψωμί
κι αγκάθια στα σκουτιά μου.
Κι ενώ τον ήλιο της αυγής
και γω να φτάσω πήγαινα,
σαν πτώμα πίσω μου βαρύ
έσερνα τη σκιά μου.
Κανένα πλάσμα στη ζωή
κ' εμένα δε μ' αγάπησε
και τα παιδιά μου βγάζανε
την γλώσσα όταν περνούσα.
Άνθη στο μέτωπο έβαζα
μ' αυτά δε μου πηγαίνανε,
κι όταν τραγούδααν τα πουλιά,
μου γνέυαν και σιωπούσα.
Κρυφή χαρά μ' απόμενε
μέχρι θανάτου ν' αγαπώ
τα πλάσματα του κόσμου.
Μα όταν τους άνοιγα κ' εγώ
την αγκαλιά μου, φεύγανε
κι ακούμπαγα στα χέρια μου
κ' έκλαιγα μοναχός μου.
Δεν ήταν πόρνη η μάνα μου
κι άδικος ο πατέρας μου
είχαν τα μάτια τους πλατιά
και φέγγαν καλοσύνη.
Μα ενώ είχα πρόσωπο γλυκό
κ' ήμουν ωραίος σαν Άδωνις,
όταν με βλέπαν έσκυφταν
και κλαίγανε και κείνοι.
Σα σκοτεινό μετέωρο
που η δίνη το σφεντόνισε
μες στ' άπειρο, πάντα άπειρο
μου μένει να διασχίσω;
Μέσα σε στρώματα σιωπής
θα πλέω νυχτιών ατέλειωτων;
(Ρωτούσα: Πότε θα βρεθεί
μια γη να σταματήσω;)
να μη μ' ακούσουν γύρω μου.
Δεν ήθελα να φταίει κανείς
επειδή εγώ πονούσα.
Μα πάλι, να μην τ' άκουσαν
τρομάζοντας, γονάτιζα
και τη ζωή, σκουπίζοντας
τα μάτια ευχαριστούσα.
Μ' απόψε, που κατάμαυρη
μπροστά μου απλώθη η θάλασσα
κι άγρια το ρεύμα επάνω μου
φουσκώνει της αβύσσου
κ' έριξα τη στερνή ματιά
στο σκοτεινό πλανήτη σου,
θα 'θελα, Κύριε, να μου πεις
αν είμ' εγώ παιδί σου.
δίκαιος μαζί και άδικος,
ο ήλιος δε με φώτιζε
που σ' όλους φέγγει εξ ίσου.
Κι αν όργωνα σα δίκαιος,
σαν άδικος κι αν έσπερνα,
δε μουδιν' ο ουρανός νερό,
μήτε τροφές η γη σου.
Οι γκριμάτσες του ανθρώπου
Νικηφόρος Βρεττάκος, Τα Ποιήματα, Τόμος Πρώτος. Αθήνα: Τα Τρία Φύλλα 1999, σσ. 35-39.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου