Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

Ποιήματα για την Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο στις 20/07/1974

 


 Κώστας Μόντης (18 Φεβρουαρίου 1914 - 1 Μαρτίου 2004)

1) Τουρκική εισβολή ΙΙ
Αυτή η κούκλα με το κομμένο χέρι,
που κρεμάστηκε στο παράθυρο
του γκρεμισμένου σπιτιού,
ποιο παιδάκι ήθελε ν’ αποχαιρετήσει,
σε ποιο παιδάκι σύρθηκε ως το παράθυρο
ν’ ανεμίσει το χέρι και της το ’κοψαν;
2)Στίχοι για την Τουρκική εισβολή
Υπάρχει μεγάλη ζήτηση στίχων
για την Τουρκική εισβολή.
Η κυρία Μ τους θέλει επειγόντως
για μια ραδιοφωνική εκπομπή στο Παρίσι,
δυο Ελληνικά κι ένα Αγγλικό περιοδικό
τους χρειάζονται για τα ειδικά αφιερώματά τους,
στην Camden Town και στην Νέα Υόρκη
οργανώνονται δύο φιλανθρωπικές χοροεσπερίδες
που θα τις ποικίλλει απαγγελία επίκαιρων ποιημάτων.
Είναι θέμα προβολής της Κύπρου
που πολύ θα βοηθήσει τον έρανο για τους πρόσφυγες.
Πώς να τους πεις πως έπηξε το μελάνι στην πέννα σου,
πώς να τους πεις πως έπηξε το αίμα στην καρδιά σου,
πώς να τους πεις να μας αφήσουν ήσυχους;
Κώστας Μόντης, Στιγμές, 1980
.....................................................................................................................................
Ανδρέας Παστελλάς (Κάτω Πάφος 1932 - Λεμεσός 12 Φεβρουαρίου 2013)

Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974
«ες δάκρυα έπεσε το θέητρον» (Ηρόδοτος)
Καθώς βγήκε στο φως από τον Υπόγειο της Ομόνοιας
σαν από σκοτεινή καταπακτή
από ξεχασμένη γαλαρία ορυχείου
με χιλιάδες αμίλητους νεκρούς συντρόφους
να ταξιδεύουν μαζί του,
δεν είχε στο κεφάλι του στεφάνι
καμωμένο από λίγα χορτάρια
που ’χαν μείνει στην έρημη γη. Με τσουρουφλισμένα βλέφαρα
μάτια θολά και κόκκινα απ’ τους καπνούς
τη στάχτη στα μαλλιά
απ’ τα καμένα κέδρα
πυρπολημένης γειτονιάς πατρίδας μακρινής,
χωρίς ακοή απ’ τις στριγγές φωνές
σφαγμένων αγρινών,
με χέρια απλωμένα
αόμματος επαίτης
γωνία Σταδίου και Αιόλου
στάθηκε
μπροστά στην υποχθόνια
βοή που ερχόταν
κατηφορίζοντας
σαν από άλλο κόσμο χαρισάμενο στο πεζοδρόμιο.
– Έλληνες αδελφοί…
Από ηχείο στήθους ραγισμένου
βραχνή βγήκε η φωνή σαν ξένη
σε άσημα θρύψαλα ήχου σκορπίστηκε
σαν πατημένα φέιγ-βολάν
στην άκρη του δρόμου
ή σαν άχρηστα εισιτήρια λεωφορείου
στο λερωμένο πλακόστρωτο.
-Έλληνες αδελφοί…
η φωνή χάθηκε στο βάθος ξεραμένου πηγαδιού.
Κάποιος περνώντας δίπλα
του ’χωσε βιαστικά στη χούφτα
ένα τάληρο.
Μεταθανατίως Αποσχηματισθείς, 1995
.........................................................................................................................................
Κυριάκος Χαραλαμπίδης (Άχνα, 31 Ιανουαρίου 1940)
Άρδανα II


Να της μιλήσω Τουρκικά δεν ήξερα.
— Μιλάτε Αγγλικά;
— Καταλαβαίνω.
— Αυτό είναι το σπίτι μου;
— Αυτό είναι το σπίτι σου.
Κι αρχίνησα ένα κλάμα μες στον ύπνο μου. Εκείνο του αποχαιρετισμού. Μα τ’ αναφιλητά μου μ’ ανασήκωναν σαν καρυδότσουφλο και ξύπνησα, Πυλάδη.
Βρεγμένο το κρεβάτι μου —τ’ όνειρο μήπως έσταζε από την οροφή του;— εμείς οι δυο το βλέπουμε, το ξέρουμε, το ζούμε κιόλας: «Χάθηκε ο στρατός μας!» Τίποτα πια, κανένα πλοίο εν όψει, καμιά στεριά, κανένα σπίτι, φίλε.
Και όμως το ξωπόρτιν ήταν το ίδιο, το στενοσόκακο ίδιο, ο λάκκος ήταν ίδιος, η τερατσιά, ο φούρνος, το τρακτέρ, η μάντρα ήταν ίδια. Κι εγώ καμία σχέση με το σπίτι. Δεν τ’ αναγνώριζα. Στεκόμουν στην αυλή μου κι ένιωθα τόσον άβολα· στοιχηματίζω, αν με θωρούσες, θα ‘βαζες τα κλάματα.
Μες στην αυλή μου και δεν ήμουν πια στο σπίτι μου, δεν ήμουν στο χωριό μου — ένας ξένος, που η ψυχή του αναπαμό δεν είχε.
— Τι φης; Απέξω από το σπίτι σου κι ούτε που τ’ αναγνώριζες, αλήθεια;
— Δεν ήτανε δικό μου πια, δεν ήταν. Το σπίτι που γεννήθηκα, Πυλάδη! Και μάλιστα τη ρώτησα: Κυρία, αυτό είναι το σπίτι που γεννήθηκα; Is this the house I was born? Και μου ‘πεν η Τουρκάλα: «Ναι, αυτό είναι».
Μυστήριο! Πού ήξερε πως ήταν το σπίτι αυτό που εγώ το φως του ήλιου πρωτόειδα, πώς ήταν τόσο βέβαιη;
Ιούλιος 1992
Μεθιστορία, Άγρα, 1995
.........................................................................................................................................
Μιχάλης Πασιαρδής (Τσέρι 1941-Λευκωσία 2021)
Είμαστε Έλληνες

Δεν είν’ η πρώτη σας φορά που μας πουλήσατε.
Το ’χετε ξανακάνει, χρόνια πριν, σ’ άλλους αιώνες,
όταν μας ξεπουλούσατε στους Πέρσες
Και όμως ζήσαμε. Κι αντέξαμε σκλαβιές και κούρσα,
τα φέραμε δεξά με την αναβροχιά και την ακρίδα
Είμαστε Έλληνες. Δεν καρτερούμε τίποτα,
τώρα μας ρίξατε στους Τούρκους
το αίμα πότισε πλούσο τη γη
κι αλυσοδέσανε βαριά τον Πενταδάχτυλο.
Είμαστε Έλληνες. Δεν καρτερούμε τίποτα,
τίποτα απ’ την Αθήνα. Είμαστε Έλληνες,
Έλληνες του πικρού καιρού
και της Απελπισίας.
Ο Δρόμος της Ποίησης, Β´, 1976
.......................................................................................................................................
Στέφανος Κωνσταντινίδης (Πενταλιά Κύπρου, 1941)


1) 15 του Ιούλη 1974
Το πρωί κοιτάξαμε
από το παράθυρο
τα άρματα μάχης
να οργώνουν παράξενα
με τις ερπύστριές τους
τους δρόμους
της Λευκωσίας.
Το γιατί
το μάθαμε πιο ύστερα.
Γκρέμισαν τα τείχη
της Λευκωσίας
-όσα απόμειναν
από την πολιορκία του Λαλά Μουσταφά
το 1571-
για να διευκολύνουν
τη δεύτερη άλωση
του 1974.
2) Λύση του Κυπριακού
Μην πονοκεφαλάτε
οι έμποροι του ναού
δώσανε την υπόσχεση
θα μεταφέρουνε, λέει
τη θάλασσα της Κερύνειας
κάτω από τα τείχη
της Λευκωσίας.
Λεξήματα 2017


Πίνακας Ζωγραφικής του Κύπριου Ζωγράφου Γιώργου Σκοτεινού (1937)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Edouard Vuillard - Τhe Window