Οἱ δολοφόνοι ἦρθαν ἐπιτέλους
Ποὺ καρτερῶ τόσον καιρὸ
Μελαψοὶ πανίσχυροι καὶ λυγεροὶ
Μὲ μάτια κάρβουνα ποὺ μόλις πήρανε φωτιὰ
Σήκωσαν τὰ μαχαίρια τους ψηλὰ
Πάνω ἀπ᾽ τὸ ἔρημο κορμὶ
Μὰ ξάφνου λάλησε ὁ Μέγας Πετεινὸς
Κ᾽ οἱ σκιὲς τρεμόπαιξαν καθὼς ἐφανερώθηκεν ἡ χέρα
Κρατώντας τὸ σπαθὶ ποὺ λαμπυρίζει
Χάραξε τῆς νύχτας τὸ λαιμὸ πέρα ὣς πέρα.
Σιγὰ-σιγά, κατάντικρυ στὴ μυγδαλιὰ
Μὲ πόνους χρώματα ντυμένος
Ἀπ᾽ τὰ σπλάχνα τῆς θάλασσας διωγμένος
Ὁ ἥλιος μ᾽ ἔρωτα γεννιέται.
Λίγος καπνὸς πάνω ἀπ᾽ τίς ἄσπρες στέγες
Ξετυλίγει νήματα γαλάζια καὶ χρυσὰ
Νὰ πλέξει μὲ τὸ βελονάκι της ἡ Μοναξιὰ
Κουρτίνες στὸ παράθυρο τῆς μέρας.
Ψηλὰ στοῦ Ἅιν Ἠλιὰ τὴν κορυφὴ
Τὸ πέλαγος ἀντιλαλεῖ μὲ τὴν παλιὰ καμπάνα
Καὶ χαμηλὰ στὴ ρεματιὰ οἱ λυγαριὲς κρύβουν τὸν Πάνα.
Μέσα σὲ δόξα τοῦ Ἀρχιερέα ἡ Μορφὴ
Ζωὴ νὰ δώσει καὶ νὰ πάρει καθὼς ὁ Νόμος ὁρίζει
Ἀγέρι νιόβγαλτο παίζει στὶς φυλλωσιὲς κ᾽ ἡ λησμονιὰ θροΐζει.
Νὰ ξαποστάσω ἔγειρα στὴν ὀμορφιὰ
Στοῦ πρωινοῦ τὴν ἀγκαλιά.
Εικοσιπέντε στάσιμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου