Κυριακή 7 Αυγούστου 2022

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ - Τρία Ποιήματα

Το πλαστικό πράγμα

Ήταν πλαστικό. Το μέλος, το ξένο όργανο. Εγώ που το φορούσα, τίποτα δεν αισθανόμουνα. Μόνο έσπρωχνα. Ο κόσμος ήταν σκληρός κι ελαστικός μαζί. Όταν η κίνησή μου ήταν πονηρή, καμιά αντίσταση. Κι απ’ το σφιχτό διάδρομο του άλλου σώματος, γύριζε σε μένα μόνο το ρίγος της καταχτημένης γης. Καμιά γνώση. Μόνο δύναμη κουτή. Κι εγώ που περίμενα τη γνώση! «Άρα κι εκείνος τίποτα δεν ξέρει για μένα όταν με πιέζει» σκέφτηκα σε μοναχικό περβάζι ακουμπισμένη. Κι η διαφορά ανάμεσα στο πλαστικό και τ’ αληθινό είναι μόνο μια κάποια μεγαλύτερη αντοχή στο χρόνο. Αλλά η δύναμη… Τι λέω δύναμη… η βία. Η βία και η εκμηδένιση του άλλου είναι ίδια. Η εκμηδένιση.

Ενάντιος Έρωτας, 1982.


 Όταν το Σώμα 

Όταν το σώμα
υποσχεθεί τον εαυτό του
κι εκπληρώσει την υπόσχεσή του
επιθυμώντας με φωνές
που ξεχύνονται στον κήπο
και κολλάν στους κλάδους
σαν ρετσίνι,
όταν το σώμα εξαρθεί αναγγέλλοντας
«υπάρχω απόλυτα στο χάος»
και κάτω από δυνατούς γλόμπους
ανοίγει στα δύο
για να χωθεί μισό
στο άλλο μισό του άλλου,
όταν ο λόγος του γίνεται
κατακόρυφη γραμμή
που το συνδέει με τα ουράνια,
όταν το σώμα
φαρμακωθεί απ’ τους χυμούς
φασκιωθεί απ’ τα αγγίγματα
φανερωθεί σαν ολομόναχο
και συνεπαρμένο,
όταν όσα δίνει καταπίνει
όπου πιέζει ενδίδει,
όταν η μετρημένη επιφάνεια του
έχει μετρηθεί άπειρες φορές
με το μάτι, το στόμα
το φακό του χρόνου εξονυχιστικό
πάνω στο κάθε σπυρί, πόρο
όταν κουλουριαστούν ξέπνοες
οι ωραίες αναλογίες
κι εξαντληθεί το επιχείρημα
«ερωτεύομαι άρα υπάρχω»

οι φωνές ξαναγυρίζουν
στις ρίζες των νεφρών
κι ένα πουλί κρυμμένο
αλώβητο στα τόσα σάλια και φιλιά
πετάει, φεύγει πάνω
απ’ τον ερημότοπο
σπαρμένο δόντια και μαλλιά,
που άφησε πίσω του το σώμα,
όταν το σώμα…

 Ενάντιος Έρωτας,1982.

Το Διπρόσωπο Σώμα 

Πριν ακόμα βυζάξω το γάλα της ζωής
έπεσε πάνω μου η σκιά του θανάτου.
Το ανύποπτο σώμα μου
πάλεψε, νίκησε και ακολούθησε
την τροχιά του γύρω από το ανάπηρο
αστέρι της γέννησης μου.
Αεράκι φυσούσε και χάιδευε
ουλές, καμπύλες
το σώμα μεγάλωνε
και με κουβαλούσε σ’ αυτή τη γη
μαζί με τους δυο πάντα
αντίθετους κόσμους:
τη ζωή και το θάνατο.
Τα πορφυρά χρώματα της δύσης
με μάγευαν άνοιγαν του Παραδείσου τις πύλες
κι ας σήμαιναν το τέλος της ημέρας.
Όταν ανέτελλε το αρσενικό σώμα
το δικό μου ξαναγεννιόταν
ξάπλωνα τότε πάνω στη γη
τη ζέστα της έκλεβα
και θαρρούσα πως μάντευα
πώς αισθάνονται τα φυτά της.
Σώμα μου, δικό μου σώμα
από σένα όλα απορρέουν
νερά θολά και νερά λαμπερά
με πλάσματα του έρωτα
και της ποίησης να κολυμπούν στο βάθος.
Ως κι εκείνες οι στιγμές
οι άυλες, οι μεταφυσικές
όταν ανεβαίνει ο νους
κι αγγίζει τον ουρανό
όλα από σένα ρέουν.
Όμως του σώματος  η διπροσωπία
δεν είναι απάτη
είναι ευλογία

Η σιγανή φωνή της μνήμης, 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διονύσης Καψάλης, Όλα τα δειλινά του κόσμου

 Εκείνο το κατάλευκο μαντίλι ποιος θα το βάλει  και δεν θα ντραπεί; Ρωτήστε πιο ψηλά: αιώνες τώρα το συζητούν στις τάξεις των αγγέλων. (στο ...