Πλάγιασα εδώ κι ακούω έναν ήχο που δεν ξέρω αν βγαίνει απ’ τα
πνευμόνια μου ή είναι το νιαούρισμα της γάτας μου σε τόνο
σιγανό.
Χάραξε πια κι απόμεινε το πλοίο μου να πλέει έτσι μόνο του στο
αρχέγονο κενό.
Καμπίνα μου το σπίτι μου αυτό και το κατάρτι του γιγάντιο
κυπαρίσσι.
Δεν ξέρω αν βουίζει απ' ανέμους δυνατούς ή γιατί φώλιασε
ψηλά σε μια κουφάλα του των άστρων το μελίσσι.
Και το χρυσό κοντάρι ενός κομήτη ανάερα εκεί να δείχνει
επίμονα το μέρος που γεννήθηκαꞏ τί άδικα.
Μ’ αεροπλάνα φτάνουνε στο Άκτιον οι Μάγοι και με ψάχνουνε
παντού σε παραλίες, σε πισίνες, σε ταβέρνες, σ’ ακριβά
ξενοδοχεία, σε σκυλάδικα.
Ήδη όπως μαθαίνω ο Ηρώδης έχει σφάξει τα παιδιά της
Μεσογείου και Ασίας κι Αφρικής
κι όλο αυτό για να σκοτώσει ανάμεσά τους τον τυχόντα που
άθελά του εγεννήθη ποιητής.
Όλο τον Γαλαξία διατρέχει η βουή από αυτόνε τον πανάρχαιο
σπαραγμό.
Χάθηκε η Κίνα όλη κάτω απ’ την πλημμύρα και μονάχα ο Λάο
Τσου έχει γλυτώσει τον πνιγμό.
Λειώνουν οι πάγοι και παγόβουνα που πλέουν με αρκούδες
καπετάνιους έχουν φτάσει ως τις ακτές της βυθισμένης
Ατλαντίδας.
Όπως και ψάρια καθώς λεν φαρμακερά διαβήκαν το Σουέζ και
κατακλύσανε ακόμη και την θάλασσα αυτή της Προποντίδας.
Οι φάλαινες αιώνες και αιώνες αναδύονταν, πηδούσαν και
βυθίζονταν ξανά μες στα νερά
για να μας δείξουν οι αθώες πως ο μέγιστος φαλλός μόνο εκεί
στη θάλασσα χωρά.
Κ’ είναι οι ίδιες φάλαινες που τώρα βγαίνουν έξω στη στεριά,
στην αμμουδιά,
αφήνοντας εκεί τον σκελετό τους σαν πελώριο κλουβί όπου
φυλάγαν του πελάγου την καρδιά.
Στην Καλιφόρνια προχωρούνε οι φωτιές ώσπου να σμίξουν με τη
ζούγκλα εκεί του Αμαζονίου
όπου και χτίζουν πυραμίδες για να θάψουνε την τέφρα των
δασών που η μυρουδιά της έχει φτάσει ως τα νησιά του
Ιονίου.
Ω σύ, Πτολεμαΐδα μου, ω μέρος πιο πολύ κι απ’ το κρανίο μου
αδειανό.
Κι όμως γεμάτο με τζαμιά που οι μιναρέδες τους υψώνουνε
βρομιά στον ουρανό.
Κι έξω εκεί πελώριες ιέρειες με φούστες τσιμεντένιες να λικνίζουνε
κορμιά από καπνό.
Ούτε μια καρακάξα δεν γροικώ που να γυρνά, ν’ αναγελά, τ’ άλλα
πουλιά στον τόπο αυτό.
Ούτε μια κουκουβάγια να φωνάζει για τους θρύλους μας
κρυμμένη στο σκοτάδι το πηχτό.
Τα μόνα όντα που βρυχώνται, κελαηδούν, γκαρίζουν και υμνούν
το πλαστικό
είναι από σίδερο, αλουμίνιο, πετρέλαιο, ατσάλι και χαλκό.
Νομάδες ψάχνουν από τόπο σ’ άλλο τόπο για να βρούνε το Θεό.
Αλλ’ αν υπήρχε, θα μπορούσα εγώ μονάχος μου να κρύψω ένα
ον όπως αυτό;
Α τί καλά που τα φυτά, οι άνεμοι, τα ζώα δεν χαράμισαν ποτέ
τους για τον κύριο αυτόν ούτε λεπτό.
Και τι καλά που στην φυλή μου εκεί στην μακρινή Παταγονία
δεν θά ’βρεις μες στη γλώσσα τους καμμιά, ποτέ, καμία
λέξη όπως «Θεός» κι «αστυνομία»*.
Κ’ είμ’ ευτυχής που ακόμα ταξιδεύουν με μονόξυλα και στήνουνε
σκηνές στην αμμουδιά
όπου θα φάνε καλαμπόκια, μανιτάρια και θ’ αφήσουνε να φτάσει
ως εμένα των ψημένων τους ψαριών η ευωδιά.
Κι ο ποιητής τους πάντοτε, μα πάντοτε κοιμάται κάτω από τ’
αρχαίο του κανό
και ξαναζεί ως ένα μύδι, έτσι απλά, τον εαυτό του στο αρχέγονο
κενό.
Πηγή: Το ιδεόγραμμα του φιδιού, Οδός Πανός 2022, 3η έκδοση πλήρης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου