Πολεμώντας
Ναι, υπερασπίζαμε τη λευτεριά πολεμώντας
μα ακόμα
υπερασπίζαμε το δρόμο που παίζαμε παιδιά
τον τάφο που κοιμόταν η μητέρα μας
και κείνο το μικρό δεντράκι που κάτω απ’ τα κλαδιά του
δώσαμε το πρώτο μας φιλί!
Πατρίδα
Πατρίδα
είσαι γεννημένη από χωριάτες
από φαρδειές σκληρές κοιλιές γυναικών
από τις ροζιασμένες φούχτες των σκαφτιάδων.
Είσαι γεννημένη μες από φωτιές, από κραυγές κ’ αίματα
απ’ αυτούς που πέσανε για σένα, χιλιάδες και χιλιάδες
και χάθηκαν για πάντα κάτω απ’ το χώμα σου.
Όταν ο περαστικός ξυλοκόπος κάθεται σε μια πέτρα
στην άκρη του δρόμου, την ώρα που βραδιάζει
δεν είναι μονάχος.
Ακούει κάτω απ’ το χώμα του δρόμου να τον φωνάζει το αίμα σου.
Πατρίδα, είσαι γεννημένη απ’ τους πεθαμένους.
Σημαίες
Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων
εμείς καθόμασταν τα βράδια
και ζωγραφίζαμε σκηνές από την αυριανή ευτυχία του κόσμου.
Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας.
Επιτάφιο
Εσείς
αδέρφια που πέσατε.
Οι άνθρωποι θα ξεχάσουν τ’ όνομά σας.
Μα η πατρίδα θα κρατάει το αίμα σας στις ρίζες της
για ν’ ανθίζει.
Σε περιμένω παντού
Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε,
αγάπη μου, μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου,
είναι να `χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα,
είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.
Την αγάπη μας αύριο,
θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα σχολικά βιβλία,
πλάι στα ονόματα των άστρων
και τα καθήκοντα των συντρόφων.
Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα ,
θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.
Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου,
φλογερά και μεγάλα,
σα δυο νύχτες έρωτα,
μες στον εμφύλιο πόλεμο.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω,
πως τα στάχυα είναι χρυσά κι απέραντα,
γιατί σ’ αγαπώ.
Κλείσε το σπίτι.
Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί και προχώρα.
Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα ψωμί στα οκτώ,
εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων.
Σ’ όποιο μέρος της γης, σ’ όποια ώρα,
εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι
για ένα καινούργιο κόσμο...
εκεί θα σε περιμένω, αγάπη μου!
Κάτω απ’ την παλάμη μας
Σφίξαμε το χέρι τόσων συντρόφων!
Όταν καμμιά φορά λιποψυχάμε
νοιώθουμε σαν ένα μαχαίρι να τρυπάει την παλάμη μας
η ανάμνηση του χεριού τους.
Κι όταν κάνουμε το καθήκον μας
νοιώθουμε κάτω απ’ την παλάμη μας κάτι σίγουρο κι ακέριο
σα να κρατάμε μες στα χέρια μας
ολάκαιρο τον κόσμο.
Ποίηση, τ.1, Κέδρος
Πηγή: http://stithaghi.blogspot.com/2013/10/blog-post_28.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου