Ήρθε στον ύπνο μου ο Αι-Γιώργης και μου μίλησε.
ήρθε κι ήταν αλλιώτικος ήταν σαν ραγισμένος.
Κι είχε ένα τρύπιο αμπέχωνο.
Έχω ένα χιόνι στην καρδιά, μου είπε με παράπονο.
Κι ένα πικρό τραγούδι.
Που με κρατάει ανύπνωτο με πάει πέρα κι από τον θάνατο.
Που γίνεται κοντάρι κι αντρειεύομαι
που χλιμιντράει άσπρος αγέρας κι ανεβαίνω.
Κι εσύ έχεις ζωή κι απλώνεσαι έχεις όνομα και λάμπεις.
Μιλάς και οι γύρω σου θαμπώνονται
βγαίνεις στους δρόμους και τα δέντρα χαμηλώνουν.
Μα έχεις το δράκο μέσα σου.
Έχεις τον μαύρο δαίμονα
που δεν χορταίνει μόνο με τις νύχτες σου.
Και πρέπει εγώ να τον σκοτώσω.
Να δώσω ένα τέλος στα προσχήματα.
Να δω το αίμα σου να χύνεται πηχτό μέσα από το στήθος σου.
Κι εσένα να λυτρώσω
κι εγώ να βρω τον ύπνο μου.
Εγώ ο Γιώργης ο Άκλαυτος.
Που ήμουν αντάρτης πλάι σου.
Που όταν με πήρε το σκοτάδι
κάποιοι πριν με ξεχάσουν μ' έβγαλαν Αι-Γιώργη
και ξεμπέρδεψαν.
Η μακρινή άγνωστη χώρα, 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου