– Στάθηκα σ’ έναν απλό στίχο σας: “χρονάκια της αυλής, του μαγκαλιού και της μητέρας”. Η νοσταλγία για τα χρόνια αυτά είναι διάχυτη στην ποίησή σας, κι όταν ακόμη δεν δηλώνεται ρητά. Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τα παιδικά σας χρόνια στ’ Ανάπλι;
«Εγώ πέρασα όμορφα παιδικά χρόνια. Διαβάζοντας. Ο πατέρας μου ήτανε δάσκαλος, καθώς κι ο παππούς μου απ’ τη μεριά της μητέρας μου, ιερέας και δάσκαλος (είχε γίνει κι αρχιμανδρίτης, ως χήρος που ήτανε, κατείχε άλλωστε για πολλά χρόνια κι ως τον θάνατο του τη θέση του πρωτοσύγκελου στην επισκοπή).
Αυτοί οι δύο άνθρωποι με μάθαιναν απ’ τα τέσσερα κιόλας χρόνια μου γράμματα. Όταν πήγα στα έξι μου χρόνια στο δημοτικό, ήξερα ήδη και τα μαθήματα της τρίτης τάξης. Τέλος πάντων αρκεί, για να μην πολυλογήσουμε, να σημειώσω πως το γυμνάσιο το τέλειωσα με βαθμό δεκαεννέα και κάποια όγδοα (δεν τα θυμάμαι τώρα πόσα…).
Ο παππούς μου είχε μια σχετικά αξιόλογη βιβλιοθήκη με περίπου πεντακόσιους τόμους, κυρίως θεολογική και αρχαίους έλληνες συγγραφείς. Αυτή τη βιβλιοθήκη την είχα διαβάσει ολάκερη περατώνοντας τις γυμνασιακές μου σπουδές. Από τότε που μπήκα στο γυμνάσιο διάβαζα με τη βοήθεια του παππού μου Ιωάννη Χρυσόστομο, Μεγάλο Βασίλειο κι άλλους Πατέρες (τα Άπαντά τους) και επιπλέον Πλάτωνα και Αριστοτέλη περισσότερο απ’ τους αρχαίους.
Στην έκτη τάξη στο γυμνάσιο γνώριζα με οικιακά μου διαβάσματα τους πιο πολλούς απ’ τους διάλογους του Πλάτωνα και τα σημαντικότερα βιβλία του Αριστοτέλη. Αυτή τη βιβλιοθήκη του παππού μου -παλαιές θαυμάσιες εκδόσεις- την πούλησα στη δεκαετία του 50, όταν πέθανε ο πατέρας μου και βρέθηκα σε μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Ουδέποτε, άλλωστε, ενδιαφέρθηκα να σχηματίσω βιβλιοθήκη. Ξεμάκρυνα όμως.
Εν πάση περιπτώσει, αυτά υπήρξαν τα πρώτα μου διαβάσματα. Λόγου χάρη, τα Ομηρικά Έπη και τους τραγικούς εμελέτησα συνολικά στο πρωτότυπο σαν φοιτητής και “τρόφιμος” της Eθνικής Βιβλιοθήκης, με ένα “τείχος” εμπροστά μου λεξικά, μεροκαματιάρης αναγνώστης θα ‘λεγα. Γυρίζω πίσω.
Δεκατεσσάρων ετών, θυμάμαι, είχα αρχίσει να γράφω ένα μυθιστόρημα, που αργότερα το παράτησα, γιατί διαπίστωσα ότι το έγραφα σε δεκαπεντασύλλαβους. Είχα γράψει πάρα πολλές σελίδες και κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως δεν ήταν πεζός λόγος. Αν δεν κάνω λάθος πρέπει να ήταν το ’40 με ’41. Θυμάμαι και τον τίτλο: Η γερμανική σκιά. Τώρα που το σκέφτομαι μου φαίνεται ωραίος τίτλος για τότε. Είχε, βέβαια, σχέση με τον πόλεμο και τη γερμανική επίθεση. Θα είχα γράψει πάνω από εκατό σελίδες, με υπόθεση, πλοκή… όταν, όπως σας είπα, κατάλαβα ότι ολόκληρο ήταν μια σειρά δεκαπεντασυλλάβων. Ε, και το ‘σκισα!”.
– Να πούμε δυο λόγια για τ’ Ανάπλι; Το λέτε θανάσιμο, γιατί;
“Γιατί εμείς, οι άνθρωποι της Αντίστασης, πήγαμε Ακροναυπλίες, κινδυνέψαμε να χάσουμε τη ζωή μας. Δεν είναι θανάσιμο; Πολλοί φίλοι και συμμαθητές τουφεκίστηκαν από τους Γερμανούς και τους φασίστες και μετά με την τρομοκρατία της Δεξιάς, που σκότωναν τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, αυτό όλο δεν είναι θανάσιμο Ανάπλι; Τι είναι;
– Έχετε φτάσει ποτέ πολύ κοντά στον θάνατο;
– Επιστρέφεις συχνά στην παιδική σου ηλικία;
Ναι, επιστρέφω συχνά στην παιδική μου ηλικία… Θυμάμαι τώρα ένα γεγονός που ήταν τότε σημαντική εμπειρία για μένα. Με τον παππού μου πηγαίναμε αρκετά συχνά στο νεκροταφείο, στο Ναύπλιο. Ο νεκροθάφτης, η νεκροθάφτισσα και τα παιδιά τους έμεναν μέσα στο νεκροταφείο σε κάποιον οικίσκο. Πηγαίναμε εκεί, λοιπόν, και η γυναίκα του νεκροθάφτη μάς έφτιαχνε καφέ.
Εγώ θα πρέπει να ήμουν τότε το πολύ οχτώ ετών. Καθόμαστε στο πλακόστρωτο της εκκλησίας του νεκροταφείου και πίναμε καφέ ρεμβάζοντας τους τάφους. Βέβαια, εγώ δίπλα στον παππού μου δεν αισθανόμουνα κανένα δέος, γιατί καθώς ήταν και ιερωμένος μού παρείχε μια ασφάλεια σε σχέση με αυτό που έβλεπα.
– Πηγαίνατε στο νεκροταφείο για βόλτα;
“Ναι, έτσι, για περίπατο. Και επειδή ήταν κι έξω από την πόλη το νεκροταφείο, ήταν ένας ευχάριστος περίπατος. Ήταν κι ο παππούς μου μυστήριος άνθρωπος, μονήρης, με μεγάλη μόρφωση και του άρεσε να πηγαίνουμε στο νεκροταφείο για καφέ. Λοιπόν, καθόμαστε εκεί μέχρι που νύχτωνε. Και μετά φεύγαμε. Λέγαμε καληνύχτα και φεύγαμε.
Κι όταν βγαίναμε κρατιόμουνα από το χέρι του παππού μου, γιατί η μάντρα του νεκροταφείου είχε ορθογώνιες τρύπες και μέσα από τις τρύπες έβλεπα τα αναμμένα καντήλια στους τάφους, κι αυτό μου προκαλούσε ένα μεγάλο δέος και κρατούσα τον παππού μου σφιχτά και του έλεγα: “Εμείς όμως ζούμε ακόμα, ε, παππού;”. Και τώρα που είπα και για τη μάντρα του νεκροταφείου, θέλω να προσθέσω πως εκεί, όταν επισκέπτομαι καμιά φορά την πατρίδα μου, καταλαβαίνω πως έχω ψηλώσει. Γιατί οι τρύπες μού φαίνονται πολύ χαμηλές. Κι εκεί συνειδητοποιώ ξαφνικά πως έχω ψηλώσει.
Πηγή: https://tokoskino.me/2013/01/26/%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%8D%CE%B6%CE%BF%CF%82-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CE%BD%CE%B1%CF%8D%CF%80%CE%BB%CE%B9/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου