Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022

Ρώμος Φιλύρας - Madona Mia


Εσύ' σαι κάτι ανέκφραστο, κάτι που δεν ειπώθη,
εσύ' σαι κάτι απόκοσμο, που ο κόσμος δεν το νοιώθει·
που σε κυττά ο πανθειστής με μάτια ξαφνιασμένα
και συλλογιέται το Θεό ο άθεος μπρός σ' εσένα!


II



Ανάλαφρη, απαλή σαν πεταλούδα,
σαν της δροσιάς το στάλαγμα στα κρίνα,
σα μια πνοή που αγγίζει σε βελούδα,
σαν της αυγής την πρώτη χρυσαχτίνα,

ήρθες αργά, όπως στην εκκλησία
θα 'μπαινεν η θλιμμένη Παναγία,
ανάλαφρο ένα στέναγμα στα χείλη,
σαν μυστική σκιά μέσα στο δείλι.

Ήρθες... κι εγώ τον ερχομό σου νιώθω
σαν κάτι που δεν φτάνω με τον πόθο,
σαν αποκάλυψη αγνώστου κόσμου,
που άστραψεν άξαφνα μπροστά στο φως μου!

 


ΙΙΙ

Λέω πως αγαπώντας σε πήρα ζωή από σένα 
Κι εκόχλασε στα στήθεια μου το κάθε τι δικό σου
και μέσ' τον ίδιο μου εαυτό πώς μού έγινεν ή γέννα
κι εξύπνησα στο νέο το φως πλασμένος άπ' το φως σου.



IIII

Κι εκύλαγε ή φωνή απ' το στόμα της
τιτιβιστή καί λαγγεμένη,
τρεμάμενη κι' απαλοφλοίσβιστη
και σαν με ανάσα κρατημένη.

Σα να 'χε κλείσει όλο το πάθιασμα
του τραγουδιού μέσ' τόν ήχο της,
σα νά 'παιρνεν ο κάθε στίχος του 
κάτι κι άπό τον εαυτό της!

Κι' ελύγιζε γλυκά κι' ολάπαλα
στου τραγουδιού τήν κάθε ρίμα,
κι ανάβρυζε τό κρουσταλλόνερο
κι ύστερα χύνονταν σάν κύμα.

Και το κεφάλι ανυψώνοντας 
αργοκινούσε τό χεράκι,
σα να 'θελε να πει το Ανείπωτο 
σ' ένα μονάχο θείο λογάκι!

Και πάλι το 'λεε σαν με πείσμωμα, 
τη λαλιά σφίγγοντας στα χείλη,
κι έλεγες πώς ακούς στα βάθη της 
«αχ» ένα κάτου από καντήλι.

Και στον ανάγυρο ανατρέμοντας
σβύνει ή φωνούλα της αγάλι
οπως ή ευωδιά ή ολόστερνη
ρόδου γυρμένου σε άνθογυάλι...

IIIII

Να μην της δείχνω τίποτα, να μην της λέω λογάκι,
κατάμματα και θαρρετά να μην τηνέ κυττώ,
μονάχα κάθε μίσεμα να σφίγγω το χεράκι, 
πνίγοντας μέσ' τα στήθεια μου βαθύ το βογγητό. 

Αχ! να είμαι πάντα πλάι της κι όμως μακρυά της τόσο,
να ξέρει στο τραγούδι μου πως αυτή πάντα υμνώ,
μα τ' «όχι» να μην πει ποτέ, να ρίξει ως κεραυνό,
μα ούτε το «ναι» που λαχταρώ σα λούλουδο τη δρόσο.


IIIIII

Με τη στοργήν όπου κρατάει μιάν Ατσιγγάνα μάνα
την κούνια 'πά στον ώμο της πού κλείνει το παιδί της
και πού τ' ασκέρι ακολουθάει στην ερημιά την πλάνα, 
έτσι κι εγώ παντοτεινά κρατώ τη Θύμησή της... 


Ρώμος Φιλύρας, Άπαντα Έμμετρα και Πεζά, Γκοβόστης 1939.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου