Το απόσπασμα προέρχεται από το διήγημα της Σοφίας Κλήμη-Παναγιωτοπούλου (1928-2001) «Το εφθαρμένον», από το βιβλίο «Εξομολογήσεις». Εκδόσεις Σμυρνιωτάκη Αθήνα 1990.
«Τότε
που τελειώναμε το μικτό γυμνάσιο σε κείνη τη μικρή πολιτεία του ακρότατου βορρά
-τόσα χρόνια πίσω-, λίγοι μιλούσαν για Αθήνες και σπουδές στο Πανεπιστήμιο. Των
πιο πολλών οι προσδοκίες ακολουθούσαν ταπεινή πορεία και σμιλεύονταν στα
πρότυπα των γονιών μας. Κι ήταν να γίνουμε ο καθένας ένας καλός μαγαζάτορας,
μια καλή νοικοκυρά — εννοείται μ’ ένα άξιο παληκάρι στο πλάι της. [...]
Μερικών
τολμηρών τα ονείρατα άγγιζαν τους μπάγκους της Τράπεζας. Τούτο ήταν τ’ ανώτατο
που μπορούσες τότε να σημαδέψεις: να γίνεις τραπεζικός. Τα ‘φερε η ζωή, έγινα
τραπεζικός. Ήταν πάρα πολύ αυτό για τη γενιά μου, πολύς θαυμασμός και πολύς
φθόνος ξεσηκώθηκε καταπόδι μου, μα εγώ
είχα πια καθίσει μπροστά στο αστραφτερό τεζιάκι — το γκισέ — της Τράπεζας και
βολεύτηκα. Βολεύτηκα
με τη θέση, μα δεν
βολεύτηκα με τα νούμερα. [...]
Πέρασαν τα χρόνια. Τα λεφτά δεν
σταμάτησαν ποτέ να στοιβιάζονται στους μπάγκους της Τράπεζας και να γιομίζουν
με το χνώτο τους τα πνευμόνια μου. Η γνωριμία τους έγινε πια συνήθεια. Γιόμισα
κι εγώ με την πείρα των ταμιακών συναδέλφων πως τα ξένα λεφτά είναι πάντα ξένα
κι η καταγραφή των πολλών μηδενικών πίσω απ’ τα νούμερά μου κατάντησε ρουτίνα.
Όμως… Σιγά σιγά και μέρα τη μέρα άρχιζα να νοιώθω να με βαραίνει η φθορά. Η φθορά στην καρδιά, στα αισθήματα, τις προσδοκίες
μου… Η φθορά στις
σχέσεις με τους ανθρώπους, τους συναδέλφους, μ’ αυτούς τους καθημερινούς
«πλησίον». Κι άρχισα να παρομοιάζω τον εαυτό μου με το χρησιμοποιημένο, το
«εφθαρμένο» εκατομμύριο που αφού — αστραφτερό φρεσκοτυπωμένο
χαρτονόμισμα τα ‘ριξαν στη βιοπάλη, το ετοιμάζουν τώρα, το μετρούν, το δένουν,
το καταγράφουν, το προορίζουν για την πυρά. Το πίστεψα πια στο τέλος πως ένα
δεμάτι βρώμικα χιλιάρικα ήμουν, δεμένη σταυρωτά με το μιτάρι και την ετικέτα
«εφθαρμένον». Μετρώντας στα
φυλλοκάρδια μου, έβρισκα ξεφτισμένες όλες τις αξίες, τα ιδανικά, την όμορφη
αρχή, τη χαρά της δουλειάς, τη συναδελφικότητα. [...]
Να τα μουτζώσεις, λέει, όλα, «μίαν ωραίαν πρωίαν», να λουστείς λευτεριά, να καταλάβεις επί τέλους ποιος είσαι. Ότι είσαι άνθρωπος με γνώμη, ιδέες, οντότητα. Να ξαναγίνεις «εσύ». Αυτό και μόνο, μα το σπουδαιότερο: Να ξαναβρείς τον εαυτό σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου