Περιφρουρημένος από επίμονες αναμνήσεις, ανεβαίνω με βήματα μεγάλα την κλίμακα της μουσικής. Επάνω, στις κρυστάλλινες κορυφές, το φως αφήνει τα ρούχα του να πέσουν. Στην είσοδο δυο πίδακες αναπηδούν, με χαιρετούν, λυγίζουν τα φλύαρα λοφία τους, σβήνουν μ’ ένα μουγκρητό συγκατάθεσης. Στόμφος γεμάτος υποκρισία. Μέσα, σε δωμάτια με πορτρέτα, κάποιος που ξέρω βγάζει μια πασιέντζα αρχινισμένη στα 1870, κάποιος που μ’ έχει ξεχάσει γράφει γράμμα σε φίλο που δεν έχει γεννηθεί. Πόρτες, χαμόγελα, ήρεμα βήματα, κρυφομιλήματα, διάδρομοι εκεί που το αίμα προχωρεί στο ρυθμό πένθιμων τυμπάνων. Στο βάθος, στο τελευταίο δωμάτιο, το φως το αχνό της λάμπας του πετρελαίου. Αυτό το φως μιλάει, ηθικολογεί, πιάνει συζητήσεις με τον ίδιο του τον εαυτό. Μου λέει πως κανένας δεν θα ’ρθει, πως η ελπίδα έσβησε, πως ήρθε πια η ώρα να τα διαγράψω όλα και να πηγαίνω για ύπνο. Μάταια φυλλομετρώ τη ζωή μου. Το πρόσωπό μου ξεκολλά απ’ το πρόσωπό μου και πέφτει μέσα μου, σαν ένα σιωπηλό φρούτο που σάπισε. Ούτε ένας ήχος, ούτε ένας στεναγμός. Και ξαφνικά, αναποφάσιστος μέσα στο φως, ο αρχαίος πύργος που αναγέρθηκε μεταξύ χτες και αύριο. Θυμάμαι, θυμάμαι καλά τη σκάλα, τα φαγωμένα σκαλοπάτια, τη ναυτία και τον ίλιγγο. Εδώ έκλαψα, εδώ τραγούδησα. Μ’ αυτές τις πέτρες σ’ έφτιαξα, πύργε των φλογερών και μπερδεμένων λέξεων, σωρέ από στραπατσαρισμένα γράμματα. Όχι. Μείνε αν θες, για ν’ αναλογιστείς αυτό που υπήρξε. Εγώ φεύγω να βρω τι είμαι, αυτό που ήδη αρχινάει να είναι, ο απόγονος και πρόγονός μου, ο πατέρας μου και γιος μου, ο διαφορετικός όμοιός μου. Ο άνθρωπος αρχίζει εκεί που πεθαίνει. Πηγαίνω στη γέννησή μου.
Πηγή: Οκτάβιο Παζ, Η πέτρα του ήλιου & άλλα ποιήματα, μτφρ. Τάσος Δενέγρης, πρόλογος Ευγένιος Αρανίτσης, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, Δεκέμβριος 1993, σ. 31.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου