Σάββατο 18 Μαρτίου 2023

Κωνσταντίνος Θεοτόκης - Αγάπη παράνομη (αποσπάσματα)


Οι χορευτές εστάθηκαν τότες μπροστά στες γυναίκες με το κεφάλι λίγο ζαβό, με χαμόγελο στ’ αχείλι. Έπειτα έκρουσαν οι άντρες τες παλάμες τους κ’ οι γυναίκες έπιασαν το φουστάνι τους καρφώνοντας στη γης το βλέμμα. Κατόπι τα ζευγάρια εκίνησαν ρυθμικά τα πόδια τους• επηγαινοερχόνταν δεξιά και αριστερά, έφερναν τα χέρια στη ζώση, τα ’πλεκαν πίσω από το κεφάλι τους, τα ’φερναν από το ’να μέρος κι από τ’ άλλο, εκουνούσαν και το πρόσωπο και το κορμί, και σύμφωνα πάντα με της μελωδίας τους ήχους χοροπηδώντας οι χορευτές εσίμωναν τες χορεύτρες, και σαν ήταν κοντά τους έκαναν πως ήθελαν να τες αγκαλιάσουν• μα τότες επιτήδεια οι χορεύτρες αλάργευαν ή γέρνοντας τες πλάτες, ή φεύγοντας από το πλάι, ή πηγαίνοντας οπίσω ή προσπερνώντας από τ’ άλλο μέρος• και ξανάρχιζε τότες πάλι η ίδια μιμική• πότε οι άντρες έκαναν να πιάσουν τες γυναίκες, πότε οι γυναίκες εφαινόνταν να παρακαλούνε με διάφορα γνέματα• κ’ επαράσταιναν τη ντροπή, τη χαρά, τη λύπη, το φόβο στριφογυριστά χοροπηδώντας, κοιτάζοντας ολόγυρα, σταυρώνοντας στο στήθι τα χέρια, ρίχνοντας ανάποδα το κεφάλι• και το βιολί έκρουε πάντα γοργότερα τον ίδιο σκοπό και γληγορότερα εγενόνταν και τα κινήματα του χορού, και στο ύστερο όταν ο χορός ήρθε στο τέλος του, κάθε χορευτής άδραξε της χορεύτρας του τα χέρια και μαζί εστριφογύρισαν με ποδοπατημό βροντερό τες ύστερες στιγμές. Ο χορός επαράσταινε τη νίκη της αγάπης. Κι ο Στάθης τότες ζεστός από το χορό κι ακράτητος πριν αφήσει της νύφης του τα χέρια την αγκάλιασε και την εφίλησε στο μέτωπο.
Εκείνη ιδρωμένη και κατακόκκινη τον έσπρωξε λίγο, τον εκοίταξε κατάματα και εσκέπασε ντροπαλή με τη μπόλια το μισό της πρόσωπο.

Έπειτα εξανακάθισε στη θέση του [ο Στάθης Θεριανός], ευχαριστημένος που ο συμπέθερός του δεν ήταν πλια εκεί, και πίνοντας μια γουλιά κρασί εσυλλογίστηκε:
– Σε λίγο θα φύγουν. Κ’ η Χρυσαυγή; Τι να κάμω; Και σαν ο εαυτός του να ’ταν άνθρωποι δυο, η Συνείδηση αποκρίθηκε στο ρώτημά του: – Μη δεν είναι έτσι το φυσικό, το πρεπούμενο, το θεόγραφτο, το ανθρώπινο; – Τι θέλεις; – Μη δεν το διόρισες έτσι ο ίδιος; – Τήνε θέλω εγώ, είπε με καημό κι ανατρίχιασε. Εγύρισε τρογύρου του το βλέμμα σκιασμένος μην κανένας άκουσε τ’ άσεμνα λόγια που μιλούσαν στα σπλάχνα του, αλλά είδε τον κόσμο να χορεύει και να διασκεδάζει ανύποφτα, και τότες εσκέπασε τα μάτια με τες παλάμες του. – Στα Σόδομα, είπε με το νου του, δεν έκαναν χειρότερα, ο Θεός όμως τους έριξε στια! Μόνο α σκέφτεται ένας τέτοια είναι και κακούργος. Εκούνησε το κεφάλι θέλοντας να διώξει κάθε στοχασμό κ’ εξανάχυσε κρασί στο ποτήρι του. Αλλά το μάτι του έπεσε αθέλητα απάνου στο λυγερό κορμί της νύφης, που εκείνη τη στιγμή επηδούσε πρόσχαρη και γελάμενη στο πρόσωπο κ’ η λαύρα της καρδιάς του άψιωσε και τον ετυράγνησε. Του ’ρθε να κλάψει. – Σε λίγο, εσκέφτηκε, φεύγουν όλοι∙ κ’ εγώ τι θα γένω; Πώς να μποδίσω; Ω θλίψη και καημός! Και άλλη φωνή του ’πε: – Τι θα μποδίσεις; Το βλοημένο μυστήριο για το κολασμένο σου πάθος; Έχεις την άτιμη τόλμη να σύρεις στη λάσπη την άτυχη κορασιά που ’ρθε στο σπίτι σου; Ω φεύγα, φεύγα! άτιμος είναι ο στοχασμός σου! Ναι, άτιμος, ανανοήθηκε στενάζοντας• μα πώς να πράξω; δύο μήνες τώρα με καίει της κόλασης η φλόγα, ο πειρασμός μ’ εκαβαλίκεψε κ’ εχάθηκα. Κ’ έπειτα από μια στιγμή αποφάσισε: – Ας μεθύσω.

(Αγάπη παράνομη, σ. 181-182)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Edouard Vuillard - Τhe Window