Κυριακή 12 Μαρτίου 2023

Σαράντος Παυλέας - Ποιήματα

 

Πασσαλίσκοι

Όταν οι σχηματισμοί των χελιδονιών πετούν
πάνω από τη μεγάλη θάλασσα των αποδημιών τους,
πολλές φορές παλεύοντας με τον άνεμο
καθώς τον κόβουν με το μαχαίρι των φτερών τους,
αφήνουν κάτι μικρές φωνούλες τα μεγαλύτερα
στο σούσουρο του ανέμου,
φωνίτσες γλυκές ενθάρρυνσης
στα νέα αποδημητικά τους αδερφάκια,
μικρές ομιλίες καρφωμένες
στην κακοκαιρία
σα φράγματα από πασσαλίσκους άμυνας
στις δυσκολίες της ελευθερίας.

 

Δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία το 1967 και συμπεριλήφθηκε στη συλλογή Ύμνος στον Ήρωα Κωνσταντίνο Δαβάκη το 1979.




Παυλέας Σαράντος, «Τα παλιά σπίτια», Μορφές, τχ. 86 (Νοέμβριος 1953), σ. 292-293.


Τοποθεσία της Εγνατίας οδού


Όλα στη θέση τους κι ο ζητιάνος με το μισό πάνω μόνο μέρος του κορμιού του

τοποθετημένο στο ανάπηρο καροτσάκι του,

όταν ο ήλιος ανέτελλε κι έβλεπε μ’ απάθεια όλα τα έργα της ημέρας,

για ν’ αφήνω στην παλάμη του προσεχτικά το καθημερινό μου δεκάδραχμο,

για ν’ αγοράζω κατά δόσεις τους φανταστικούς μας

τους φανατισμένους παραδείσους˙

όλα στη θέση τους κι ο πλανόδιος των παλαιών φωτογράφος

με την παλιά του φωτογραφική μηχανή

στηριγμένη στα τριγωνικά της γέρικα πόδια

και τη βιτρίνα της γεμάτη από φωτογραφίες αναμνήσεων

σε παραθαλάσσιες εκδρομές, και ζευγάρια και φωτογραφίες ανθρώπων

που είτε ήταν ίσως αρπαγμένοι ακόμη από αυτή τη φλούδα της γης,

είτε ο θάνατος είχε με τη βία τα χέρια τους ξεσφίξει˙

όλα στη θέση τους τ’ αστέρια

και εγώ να βλέπω τους πρωινούς ανθισμένους

και τους μαραινόμενους διαβάτες της Εγνατίας οδού

θαρρείς κι εμείς ήμασταν σαν τα κύματα της θάλασσας

καρφωμένοι σαν τα δέντρα

σ’ αυτή τη μόλις αμυδρά μετακινούμενη τοποθεσία της γης

με άδηλη τέλεια τακτική

όπου μέσα στα σπλάχνα της είχε το κοιμισμένο μάρμαρο «εν δυνάμει»

για να το παίρνει ο γλύπτης και να το κάνει ζώο και ερπετό

ή και άνθρωπο ηρωϊκό σαν κι αυτό το μαρμάρινο το Άγαλμα

του Ελευθερίου Βενιζέλου τ’ ολόσωμο στην Εγνατία οδό

σε στάση χαιρετισμού των φανατικών μας ολέθριων κάποτε

ολισθηρών αναθεμάτων μας

και πάνω στο σκουφί του τα περιστέρια στάθμευαν

πριν μέσα στη σκιά του άλσους πετάξουν

εκεί όπου σήμερα οι ερωτευμένοι μας

δίνουν της συνάντησής τους περίπου το σημείο.


Δύο ευτυχισμένες ημέρες ενός φοιτητή


Ήταν τότε ένας φοιτητής από τα Δωδεκάνησα
κι έγινε σπουδαίος·
τον ρώτησαν ποιες ευτυχέστερες ημέρες γνώρισε στη ζωή του
κι αποκρίθηκε·
μια νύχτα που γύρισε από την κατοχική του φυλακή
στην πανσιόν όπου κάποτε διέμενε,
του ανακοίνωσαν ότι κι εκείνος είχε να λάβει τότε
δύο οκάδες στο μερίδιό του κατάμαυρη σταφίδα,
που πέτυχαν και πήραν οι συνάδερφοί του με αγώνα
από ένα Χριστιανικό φιλάνθρωπον ίδρυμα·
κι όταν άκουσε και είδε και είδε και άκουσε
και είδε με τα μάτια του άπληστα κοιτάζοντας
στις 11.30 π.μ. ακριβώς και στις 12 του Οκτωβρίου
να σπάζεται και να θραύτεται
η τυραννική σημαία του Αγκυλωτού Σταυρού
στην Ακρόπολη της Αθήνας
που μόλυνε με αίμα και κακουχία τους πάντες και τα πάντα·
κι έπειτα όταν ξεχείλισε σύσσωμο το βούισμα της λευτεριάς
σ’ όλους του δρόμους και τις πλατείες
της αρχαίας πρωτεύουσας της Δημοκρατίας της Αθήνας·
δηλαδή εκείνες τις δύο νύχτες 
είχε το γλυκύτερο κι ελαφρύτερο της ζωής του 
δίκαιον ύπνο.

Τείχη

Γύρω μας στένευε το μίσος

μάς στένευε το ψέμα και το έγκλημα

μάς έκλειναν της ληστείας τα τείχη.

Αν κλεινόμασταν μέσα στην αγάπη,

θα είχαμε πιο ευχάριστη

αυτή τη γήινη φυλακή μας,

πιο υποφερτή πιθανόν,

αν κλεινόμασταν σφιγμένοι

μέσα στης καλοσύνης την αφοσίωση

της κουκουβάγιας το φτερό ήταν σκληρό

με της αρπαγής το σημείο

της εμπόδιζε την όραση το φως

και μόνο στο σκοτάδι σπίθιζε,

σαν αναμμένο κάρβουνο

με την τριβή του σκοταδιού της

με την προσοχή της ακοής

εύρισκε το βέλος του πετάγματός της

την αφή του τυφλοπόντικου

κι ένευαν, ένευαν οι καθρέφτες.

Λωτοφάγοι


Ήρεμα λοιπόν ας συλλογισθούμε
τώρα που φυσάει ο άνεμος,
ήρεμα να σιωπήσουμε
τώρα όπου ο κάμπος είναι μια σταχοθάλασσα
πράσινης τρικυμίας.
Κύματα χωρίς ανάπαυση
να παίζουν με τους ίσκιους τους,
τους ίσκιους τους να χωνεύουν.
Σίγουροι ν’ αγαπήσουμε σήμερα.
Πολύ πολύ να κοιταχθούμεν
όπως οι θεατές σε θέατρο κοιτάζονται,
πριν η αυλαία τής σκηνής τα φώτα σβήσει
και σε μια πράξη πρόκειται να ειπωθεί
η μονοτονία τής στεριάς και του Ωκεανού το μεγαλείο.
Σύντομοι θα χωρίσουμε,
θα εξαφανισθούμε από τη σημερινή μας μνήμη
στην καλή, την απέναντι χώρα των Λωτοφάγων,
στην πλατιά, την ευρύπυλη χώρα των Λωτοφάγων.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η Ιουνίου του 1967.


Ύμνος του μόχθου


Παρακολουθούσα κάποτε το πείσμα ενός μυρμηγκιού,
αυτού του ελάχιστου πλάσματος που κήρυττε στην πράξη
της εργασίας τον ύμνο
με το θερινό του παράδειγμα·
μετέφερε φορτίο πολύ στο σώμα του δυσανάλογο,
ν’ αγκυλώνεται σε μη ομαλά μέρη,
να εμποδίζεται από εσοχές κι εξοχές αγκαθιών
κι αυτό να μην παραιτείται·
ν’ αψηφάει τον άνεμο
και να πηγαίνει πότε εμπρός
και πότε πίσω από τον άνεμο·
πότε κόντρα πότε υποχωρώντας λοξά,
δίνοντας λιγότερη επιφάνεια
για λιγότερη λήψη από τον άνεμο·
στο τέλος να συνωστίζεται στη φωλιά, να περιμένει·
να δυσκολεύεται και τέλος
βρίσκοντας τη σειρά του και την ευκαιρία του
να χάνεται στο βάθος της
για να παραδώσει στους αποθηκάριους
τον ανυποχώρητο το μόχθο του.

Από τη συλλογή Oι μέτοχοι (1987)




Μουσική

Σαν μουσική που σβήνει μακριά τα θερινά μεσάνυχτα
κι ανοίγεις το παράθυρό σου, για να την σώσεις μες στης μνήμης τη ζωή,
έτσι τα μάτια της χάθηκαν να φωτίζουν μιαν άλλη νύχτα,
και δεν έχουν τα πράγματα την ίδια μουσική.
Πώς φεύγει μια αγαπημένη ψυχή
κι αδειάζουν οι δρόμοι και τα σπίτια,
πώς χαιρετά το σώμα μια ψυχή την ώρα που έχουν οι άγγελοι χαθεί,
σαν μουσική σβησμένη κι η δική της η φωνή.
Μην την πήρεν η άνοιξη των λουλουδιών;
Μην την πήρε της πεταλούδας το πέταγμα;
Αν υπήρχεν άνεμος,
θα τραγουδούσε το δικό της καημό στα δέντρα,
αν υπήρχαν παιδικά σύννεφα,
θα τραγουδούσαν την ομορφιά της στις στέρνες τής Αρεόπολης
κι αν υπήρχαν παιδικά μαγαζιά,
θ’ αγοράζαμε παιδικά παράθυρα να κοιτάζουμε τον κόσμο.
Εμείς δεν είχαμε σπίτια,
πουλιά λαβωμένα χωρίς ουρανό!

Νέα Πορεία. Τεύχη 5-6. Ιούλιος-Αύγουστος 1955


Το αραχνάκι

Σε μια ξερή πευκοβελόνα και σ’ ένα φύλλο τεφρό πεσμένο

το νήμα του στηρίζει ένα μικρό αραχνάκι.

Πηγαίνει κι έρχεται, επίμονο κι ακούραστο

μες στη γλυκειά προσωρινότητά του.

Δεν το προσέχει ο μικρός άνεμος

και το πουλί που τραγουδεί στον ταπεινό του θάμνο.

Εικόνα του ελαχίστου, σκιά της ύπαρξης,

ψίχουλο από το συμπόσιο και τη γιορτή του Κόσμου,

σοφό κι ελεύθερο μες στην υπακοή του,

το γαλάζιο του δόλου του το ύφασμα σχεδόν αθώρητο,

σαν ώριμο καρπό παρασκευάζει.


Από τη συλλογή Μεσοδιάστημα (1964)


Πηγές: Αφιέρωμα της ποιήτριας Ειρήνης Καραγιαννίδου στο fb

http://www.sarantospavleas.gr/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Χρίστος Πλακονούρης - Ξένος

Και τώρα πια είμαι ξένος,  ακόμη και στον τόπο μου πεντάξενος ξένος, τυφλό ελάφι σε φραγμένο πεδίο βολής. Που όλοι με το κορμί σου στα δόντι...