Κύριε, η γυναίκα, που έπεσε
σε πλήθος αμαρτίες,
τη θεότητά Σου ως έννοιωσε
στην άθλια της ψυχή,
μια Μυροφόρα εγίνη,
και μύρα φέρνει Σου, προτού
στον τάφο Σ' αποθέσουν,
και κλαίει και δέρνεται η φτωχή.
Ωιμέ, λέει, η νύχτα μέσα μου,
με δέρνει η ακολασία
κι' η αμαρτία,
σκοταδερή κι' αφέγγαρη !
Δέξου τα δάκρυά μου, Εσύ,
που κάνεις νέφη το αλμυρό
της θάλασσας νερό.
Στους στεναγμούς μου της καρδιάς
κάμψου Εσύ, που έχεις κάνει
με την ενσάρκωσή Σου την άφραστη
να γείρη ο ουρανός στη γη.
Τα πόδια τα άχραντα
φιλιά θα Σου γεμίσω,
και με τα πλούσιά μου ύστερα μαλλιά
θα τα σκουπίσω,
τα πόδια, που η Εύα, ως άκουσε
το δείλι να σιμώνουν
μέσ' στον Παράδεισο, η φτωχή
από το φόβο εκρύφτη.
Σωτήρα, ψυχοσώστη μου,
ποιος των αμαρτιών μου
το πλήθος θα μετρήση,
και θα βυθοσκοπήση
την άβυσσο της κρίσης σου;
Μη μ' αποδιώξης τη φτωχή
τη δούλη σου Εσύ,
που άμετρο έχεις το έλεος.
Άργης Κόρακας (1888 – 1940)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου