ΕΞΟΔΟΣ
Μοίρασε τίς τελευταῖες σφαῖρες στούς συντρόφους
Ὅλος ὁ ἀγώνας ἕνας μεγάλος νεκρός ἀνάμεσά τους
Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν προσκύνησαν ὅλοι
Κλαίγοντας καί τράβηξαν κατά τό μέλλον ὁ
Καθένας ἐξουσιάζοντας τό δικό του θάνατο καθώς
Σέ κάποια σελίδα της τούς εἶχε στήσει καρτέρει
Ἡ Ἱστορία.
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Φυλλομέτρησα παλιά βιβλία γιά νά σέ συναντήσω
Δυσκολεύτηκα νά σ᾿ ἀναγνωρίσω καθώς σ᾿ εἶχαν ντύσει
Τόσα στολίδια τόσες ρίμες τό φόρεμα πεταμένο στήν ἄκρη
Οἱ μπογιές στό πρόσωπο ἀνακατεμένες μέ δάκρυα κι ἕνας
Ἔρωτας ἀποκαμωμένος ὕστερα ἀπό ἕνα μπουκάλι φτηνό
Κρασί μέ χαμένες ἐκεῖνες τίς «μικρές ἄσπρες φωνές»
Ἀνάμεσα στίς ἀπεγνωσμένες κραυγές τῆς πτώσης στό
Βάραθρο τῆς ἀπελπισίας ποιός μίλησε γιά φεγγάρια
Κι ἀνοιχτούς ὁρίζοντες; Ἐσύ γνώρισες τούς σκοτεινούς
Δρόμους τοῦ πάθους μισή ἐνοχή καί μισή λαχτάρα
Μέ τό φιλί ἀνάμεσα ἀπαγχονισμένο ξεφωνίζοντας
Σ᾿ ἔρημες στοές γκρεμίζοντας τούς βράχους τῆς μοναξιᾶς
Ναρκοθετώντας περιοχές ὅπου ἀνίδεοι μηρυκάζαν
Τόν βολικό ἔρωτά τους πῶς κατάντησες ἔτσι ἀνάμεσα
Σ᾿ ἕναν σύζυγο καί σ᾿ ἕνα γραφεῖο πῶς πάχυνες.
ΟΙ ΕΠΙΖΗΣΑΝΤΕΣ
Ὅλα τά πρόσωπα καί τά τοπία του Βιβλίου εἶναι
Πραγματικά· μπορῶ νά σᾶς ὁδηγήσω μέ κλειστά μάτια
Στό ποτάμι μέ τίς πέστροφες καί στή βελανιδιά μέ
Τόν κρεμασμένο καπετάνιο· οἱ βαθιές ρυτίδες παραπέμπουν
Στά βαθύσκιωτα φαράγγια τοῦ Νόστου.
ΙΥ
Ἀφανισμένο δάσος μέ τ᾿ ἀγρίμια του καί τά πουλιά χαμένα
Μπετόν ἀπό τά βάθη τῶν ὁριζόντων ὥς τίς σπηλιές τοῦ
Στήθους καί τίς πικρές ρίζες τοῦ φιλιοῦ· φυσάει
Μυρίζει παλιό φθινόπωρο καθυστερημένα μῆλα
Στό ψηλότερο κλωνί τῆς μνήμης καί σύννεφα
Μαῦρα σύννεφα καί τό ποτάμι θολό κι ἀγριε-
μένο νά κατεβάζει κούτσουρα ἀπό καστανιές νά
Παίρνει τό παλιό γιοφύρι· τί θέλουν τοῦτες οἱ εἰκόνες
Καί μέ τυραννοῦν ἐγώ ὅπως ὅλοι ἔδωσα τό μοιράδι μου
Ἀπό τό λιβάδι τῆς μνήμης γιά ἕνα τεσσάρι τί
Θέλει ἐτούτη ἡ ἀνεπιθύμητη ζυγιά ἀπό τά ὄργανα
Μπαίνει στόν ὕπνο μου κάθεται σταυροπόδι τό βιολί
Μέ γυροφέρνει τό λαοῦτο μοῦ πετάει τίς σαΐτες του
Τό κλαρίνο βρίσκει τίς παλιές πληγές καί τίποτα
Πιά δέν μέ σώζει ἐνῶ ἐγείρεται ἀπό τόν μεση-
μεριάτικο ὕπνο τῶν κοπαδιῶν ἀναμαλλιασμένο
Κι ἄγριο τό ντέφι ἕτοιμο γιά τή χαριστική βολή
πού με ἀποτελειώνει.
ΧΑΜΟΚΕΡΑΣΑ
Ὁρισμένοι ἀπό τούς θεατές ψάχνουν γιά ἄδειες θέσεις
Κι ἄλλοι ἀνέμελοι κατεβαίνουν ζευγάρια στό διάδρομο
Συζητώντας περί ἀνέμων καί ὑδάτων σταματώντας
Γιά λίγο κοιτάζοντας ἕνα γύρω ἐπιτέλους κυριαρχώντας
Στό χρόνο τους ἡ ἔναρξη τῆς προβολῆς θ᾿ ἀργήσει μόλις
πού σκορπίστηκαν στήν αἴθουσα οἱ μικροπωλητές
Μέ τίς σοκολάτες τούς ξηρούς καρπούς τά ἀναψυκτικά
Κι ἐκεῖνος μόλις μπαίνει ψάχνει ἐναγώνια γιά τήν
Ἔξοδο κινδύνου καί γιά μιά θέση κοντά της κάθεται
Τακτοποιώντας τήν καπαρντίνα στά γόνατά του ἥσυχος
Γιατί ἄν συμβεῖ κάτι π.χ. ἄν πάρει φωτιά ἡ αἴθουσα
Ἤ κάποιος ἀποφασίσει νά μαχαιρώσει κάποιον ἔτσι
Ὅπως βρίσκεται κοντά της ἡ μάζα τῶν θεατῶν θά τόν
Παρασύρει πρός τήν ἔξοδο γιατί αὐτός εἶναι ἀνίκανος
Νά βρεῖ τό δρόμο ἀπορροφημένος ἀπό τήν ὑπόθεση
Τοῦ ἔργου καί τό τοπίο κυρίως αὐτό ὅταν ὑπάρχουν
Ποτάμια μέ καθαρά νερά δάση μέ βελανιδιές
Μέ σκίουρους καί πουλιά κι ἀνάμεσα στίς φτέρες
ἀγριοφράουλες αὐτές πού πιάναμε ἁπαλά μέ τά δάχτυλα
Νά μή μᾶς λιώσουν -θυμᾶσαι;- καί τίς λέγαμε
Χαμοκέρασα.
ΑΡΗΣ
Πῶς παραβίασες τήν πύλη τῆς αἰωνιότητας
Στ᾿ ἄσπρο σου ἄλογο καβάλα μαυρίζοντας
Περισσότερο τό σκοτάδι τά ὄνειρά μας εἶναι
Γκρεμός πρόσεχε ἄν γλιστρήσεις θά πέσεις
Δεκαπενταύγουστο στό χοροστάσι μέ τήν τηλε-
όραση τό βίντεο τό κλαρίνο τοῦ Χαλκιά νά
Ζητᾶ βοήθεια ἔτσι φυλακισμένο στήν κασέτα
Καί λίγους σύντροφους συνταξιούχους στόν καφενέ
Νά ἐξαγοράζουν τίς τελευταῖες τους μέρες
Κερνώντας νερωμένο τσίπουρο τό Χάρο.
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
ΥΙ
Ἡ ποίησή μου ἔγινε κιόλας σαράντα χρόνων τή θυμᾶμαι
Νά μπουσουλάει στίς σελίδες τῶν περιοδικῶν καί νά τήν
Κυνηγῶ μήπως μοῦ ξεφύγει καί περάσει στό περιθώριο
Τοῦ χειρογράφου μεγαλώνοντας δέν ἔκανε εὔκολα παρέες
Μονάχα μέ ὁρισμένες συνομήλικες συναντιόταν σέ κανένα
Ταβερνάκι δέν ἔγινε ποτέ τοῦ συρμοῦ οὔτε οἱ φίλες της
Ἄλλωστε καί τώρα μένει σπίτι διαβάζει παλιά γράμματα
Ἀκούει Μολδαύα σέ δίσκους ἀπό βινύλιο –τά παράσιτα
Εἶναι πρωινό ξύπνημα πουλιῶν κι ἀχός ἀπό καταρράχτες-
Βλέπει παλιές ἀσπρόμαυρες φωτογραφίες πού τά λένε ὅλα
Ἡ ποίησή μου ἔγινε σαράντα χρόνων κι ἀρχίζει νά γκριζάρει.
(Τά λαβωμένα )
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
«Τί μᾶς ξεσήκωσες ἀπό τήν Αἴγυπτο»; τοῦ ἔλεγαν, «γιά νά
πεθάνουμε ἀπό τή δίψα ἐμεῖς καί τά παιδιά μας καί τά ζῶα
μας;»
Ἔξοδ. ΙΖ΄, μετ. Β. Τσάκωνα καί Μ. Κωνσταντίνου
Ἀγαπητέ Ἄγγελε:
Παρ᾿ ὅλο πού φαινομενικά σέ μένα ἀπευθύνεσαι
Μέ ἀλλλεπάλληλα ἐρωτηματικά ὡς ριπές καταιγιστικές
Προσάπτοντάς μου κατηγορίες πού μποροῦνε νά μέ
Καθίσουν στό σκαμνί ἐνῶ τόν ἑαυτόν σου ἐνοχοποιεῖς
-Ὅρα καί τήν ὁμολογία σου εἰς τό τέλος τοῦ ποιήματος-
Δίδοντας ὅμως τήν ἐντύπωση εἰς ὅποιον δέν σέ γνωρίζει
Ὅτι μέ χρησιμοποιεῖς πρός ἴδιον ὄφελος ἀμφισβητώντας
Τήν ἀθωότητά μου ἐμφανιζόμενος ὡς Ἄγγελος κραδαίνων
Ρομφαίαν κατηγορώντας με διά τήν συγγραφήν βιβλίων
Ἐνῶ καλῶς γνωρίζεις πώς εἶναι τό μόνο πού μοῦ
Ἀπέμεινε –μᾶς ἀπέμεινε- ὅλων ἡμῶν τῶν ἀνυποτάκτων
Ξηροκεφάλων τῶν καταδικασθέντων ἐρήμην τῶν ὀνείρων μας
Πού χαθήκαμε χωρίς νά πέσει ντουφεκιά ἐνῶ μποροῦμε ἀκόμα
Νά ψιθυρίζουμε τό πρωί ὄμορφη μέρα! ὅσοι πεθάναν χτές θά τό ᾿χουνε
Μετανιώσει καί μέ τή διάθεση καί τό πεῖσμα τοῦ μικροῦ
Παιδιοῦ πού ζώνεται τό ξύλινο σπαθί του νά ξαμολιόμαστε
Στό ξάγναντο μέ τούς ἀνεμόμυλους.
Ο ΚΑΙΡΟΣ ΠΗΓΑΙΝΕ ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΡΟΧΗ
Ὁ καιρός πήγαινε πρός τή βροχή συννέφιαζε τά πουλιά
Κουρνιάσαν οἱ σαῦρες παράτησαν τήν ἡλιοθεραπεία καί
Γλίστρησαν στίς φωλιές τους ἀπό γινωμένα φροῦτα μυρωδιές
Προκαλοῦσαν βαθειές ἀνάσες ἀναστάτωση ἐπικρατοῦσε στή
Βορεινή βαράντα καθώς ὁ κάμπος ἀναριγοῦσε ἀπό τήν
Προσμονή τῆς μπόρας ἡ μεγάλη καρυδιά κυνήγησε τούς
Σκίουρους ὥς τή φωλιά τους κι ἡ βροχή μιά ξεχασμένη
Βροχή ἀπό τήν παιδική ἡλικία μᾶς ἀπέκλεισε στό σπίτι
Καί στό παρελθόν ἀκουγόταν ὅπως ὁ θόρυβος ἀπό τούς
Μεταξοσκώληκες καθώς ροκάνιζαν τά φύλλα τῆς σκαμιᾶς
Στό διπλανό δωμάτιο εἴχαμε ἀφοσιωθεῖ στίς ἀναμνήσεις μας
Μέ πλεγμένα τά δάχτυλα τῶν χεριῶν ἄφωνοι κεραυνοί
Φώτιζαν στιγμιαῖα τήν πλάση καί στό ἐλάχιστο τῆς διάρκειας
Ἡ πλημμύρα τῶν αἰσθημάτων στό ὑγρό βλέμμα τῶν ματιῶν καί
Στῶν χειλιῶν τό τρέμισμα.
(Σῶμα κινδύνου )
ΔΙΕΛΚΥΣΤΙΝΔΑ
Ὁ πετεινός σαρώνει τ᾿ ἀπομεινάρια τῆς νύχτας
Ἀπό τόν περίβολο τοῦ πρωινοῦ σκοντάφτοντας σέ
Σκοτεινές φωλιές ἀπό νυκτόβια καθυστερημένα
Ζευγάρια στό ἔλεος τοῦ λυκαυγοῦς κι ἀπ᾿ τήν κορφή
Τοῦ Πάπιγκου ἀνατέλλει ἡ Μάνα μ᾿ ἕνα δεμάτι
Χρόνου παραμάσχαλα γιά τά ἀποκλεισμένα ἀπό τό
Χιόνι ζωντανά καί στῶν παιδιῶν τά μάτια πουλιά
Καί κελαϊδίσματα ἀπό τά διανυκτερεύοντα δέντρα
Τῆς ἀνοιξιάτικης κοιλάδας στίς πλαγιές σκαρισμένα
Γιδοπρόβατα στοιχειωμένες εἰκόνες μέσα μου καί οἱ
Νωπές τοῦ Μετρό τῶν ἀποστραπτόντων ναῶν τῶν
Τροφίμων τοῦ δρομέα τοῦ Βαρώτσου πού τόσα χρόνια
Διένυσε μονάχα τήν ἀπόσταση ἀπό στήν Ὁμόνοια μέχρι τήν
Πλατεία Χίλτον προσπερνώντας τήν πλατεία μέ τό κίβδηλο ὄνομα
«Συντάγματος» κι ἀνάμεσά τους ξεκινώντας ἀπό
Ἀνεξερεύνητες πηγές τῆς νιότης μας νά ζωντανεύει
Τό τοπίο ἕνα παρηγορητικό ποτάμι ξεπλένοντάς
Μας ἀπό ὅλες τίς βρωμιές τοῦ καθ᾿ ἡμέραν βίου.
ΠΑΜΒΩΤΙΔΑΣ ΝΕΟ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟ
Λίμνη ὥς σ᾿ ἀγναντεύω λέω πώς εἶναι ψέματα κι ὁ βυθός σου
Ανθίζει ὅπως ἡ ὄψη σου ἡλιόλουστο κυριακάτικο πρωινό
τό κάστρο
Λικνίζεται ἀγκυροβολημένο στά νερά σου τά πουλιά κόβουν
λωρίδες τό
Γαλάζιο γιά τίς φρέσκες πηγές μας αὐτά θέλω νά σκέφτομαι
ἀλλά
Δέν μ᾿ ἀφήνουν οἱ Ἀλῆ-τες τῆς ἱστορίας πού τροφοδότησαν μέ
θρύλους τά σκοτεινά νερά ποντάροντας στή μεγαλοψυχία σου
Ὅμως καιρός νά πετάξεις τό σαλιωμένο δεφτέρι μέ τά λαθραῖα
Γεγονότα καί στό καινούργιο νά περάσεις τό νέο Μαρτυρολόγιο
Ἀρχίζοντας ἀπό τόν Γιοσέφ Ἐλιγιά μισόν Ἐβραῖο κι ὁλόκληρον
Ἕλληνα πού σοῦ ᾿γραφε ποιήματα ἀπό τό κιλκίς καί τό
Ἀργυρόκαστρο
«Ρίχνοντάς τα στόν ἀποχωρισμό γιά νά γεμίσει»: «Ὦ ἐσύ γλαυκή
Παμβώτιδα πού πλάι σου ἀναμετροῦσα ὅλους τούς χτύπους τῆς
καρδιᾶς
Καί τούς ρυθμούς τῆς πλάσης» ἔφυγε στά τριάντα του ἀφήνοντας
Ὀρφανή τή Μάνα νά θρηνεῖ γιά τόν μονογενῆ της κι ὁ Σαμπεθάι
Καμπιλής Ἄννας καί Καϊάφας οὔτε κάν Πιλάτος κι ἀπό κοντά
Βάλε καί τό Σιούλα τό Ταμπάκο κι ὅλους τούς Ταμπάκους πού τά
Δάκρυά τους ἁλμύρισαν τά νερά σου καί τόν Γιάννη Μπεράτη
Νά σέ πλουτίζει μέ τό «πλατύ ποτάμι» του καί κράτα ἑνός
Πρωινοῦ σιγή νά περάσουν στήν αἰωνιότητα ἡ Εὐτυχία Πρίντζου
Μέ τούς συντρόφους της ἡ λιανή Μαργαρίτα Περδικάρη καθώς
Πατώντας στίς μύτες τῶν ποδιῶν της γράφει τό σύνθημα στόν
τοῖχο
Τοῦ ἑτοιμόρροπου αἰώνα: «Καληνύχτα ντέ»! Κι ὁ Λεωνίδας
Ράφτης
Ἀτενίζοντας ἀπ᾿ τό Μπιζάνι τά Φραστανά ἀξημέρωτα νά τά
βυζαίνει
Ἡ Νεμέρτσκα μισοκρυμμένα στόν κόρφο της καί μιάν ἔναστρη
Νύχτα στεῖλε τά παρόχθια νερά σου στήν πολιτεία ἀνηφορίζοντάς
την
Ἀβέρωφ νά χαθοῦν στήν Ἀνεξαρτησίας καί στά γύρω σοκάκια μέ
τά
Γκαλντερίμια τά σιδεράδικα τ᾿ ἀσημουργεῖα κι ὕστερα ἄς
φθάσουν ὥς τό
Χάνι τοῦ Κώτσιο-Λάμπρου νά προλάβουν τόν Ρόβα πού ξεκινάει
γιά
Τή Βλαχιά -μισοτραβηγένες κουρτίνες στόν ὀντά καί κλαρίνο
γιά τόν
Ἀποχωρισμό- τό πρωί τ᾿ ἀφεντικά βγάζοντας τά κεπέγκια τῶν
μαγαζιῶν τους
Θ᾿ ἀναρωτιοῦνται: ποῦ βρέθηκε τόση ὑγρασία μία τέτοια ξάστερη
Νύχτα;
(Ἔρημα )
Αναδημοσίευση από: https://giorgosaragis.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου