Δευτέρα 17 Ιουλίου 2023

Anna Akhmatova - Ποιήματα

 

 A΄ ΜΕΡΟΣ

ΒΡΑΔΥ

La fleur des vignes pousse

Et j ’ai vingt ans ce soir.

(Ανθίζει το λούλουδο των αμπελιών

Και γώ απόψε  γίνομαι είκοσι χρονών)

                                       Апdгé Theuriet

 

Προσεύχομαι στο φως του παραθυριού –

Είναι ωχρό,  φτενό, ίσιο.

Σήμερα σιωπώ απ’ το πρωί

Κι η καρδιά – ραγισμένη.

Στον νιφτήρα μου

Πρασίνισε ο χαλκός.

Μα έτσι μαζί του παίζει το φως

Πού  να κοιτάς το τέρπεσαι.

Έτσι άκακο και απλό

Στη βραδιάτικη γαλήνη,

Αλλά σε τούτο το άδειο ιερό

Σαν  γιορτή είναι χρυσαφένια

Και δική μου απαντοχή.

 

3 Νοέμβρη 1910

Κίεβο

 

****

 

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

Καυτό ακόμα το προσκέφαλο

Κι  από τις δυο του  τις μεριές.

Να πού και το δεύτερο κεράκι

Σβήνει, και  του κόρακα  το κρώξιμο

Ολοένα στεντόρειο.

Τούτη τη νύχτα δε κοιμήθηκα,

Αργά για να σκεφτείς τον ύπνο …

Πόσο ανυπόφερτα λευκή

Η κουρτίνα στο λευκό παράθυρο.

Χαίρετε!

 

**

Άνοιξη 1910

 

Ίδια φωνή,  ίδια ματιά,

Ίδια λιναρένια μαλλιά.

Όλα όπως ένα χρόνο πριν.

Μέσα από το γυαλί οι ακτίνες της μέρας

Των λευκών τοίχων τον ασβέστη φωτοβολούν …

Φρέσκων κρίνων το άρωμα

Και τα λόγια σου απλά.

 

1909

 

**

ΣΤΟ ΤΣΑΡΣΚΟΓΙΕ ΣΕΛΟ

Ι

Στην αλέα τα άλογα περνούν.

Με τις μακριές ισιωμένες τους χαίτες.

Ω πόλη πλανεύτρα μυστηρίου

Θλιμμένη με το να σ’ αγαπώ.

 

Παράξενη θύμηση:  αγκούσεψε η ψυχή,

Λίγωσε σε επιθανάτιο παραμιλητό.

Και τώρα άθυρμα γίνηκα

σαν το φίλο μου τον ροζ  κοκαντού.[1]

 

Πόνου προμήνυμα τα στήθια μου δεν πλάκωσε,

Κοίταξε με στα μάτια,  αν θες.

Δεν μ’ αρέσει μόνο η πρώτη ώρα του δειλινού,

Ο αέρας από τη θάλασσα και η λέξη «φύγε».

 

30 Νοέμβρη 1911

Τσάρσκογιε Σέλο

 

**

 

ΙΙ

 

 

… Και εκεί είναι το μαρμάρινο είδωλο μου,

πρηνές κάτω από το παλιό σφεντάμι,

Χάρισε το πρόσωπο του στα νερά της λίμνης,

Γροικάει  το θρόισμα του πράσινου.

 

 

Κι η διάφανη βροχή ξεπλένει

Την ξεραμένη του πληγή …

Κρύα, άσπρη, περίμενε,

Και  γώ μαρμάρινη θα γενώ.

 

1911

 

 

 **

ΙΙΙ

 

Ένα παλληκάρι μελαμψό στο δρομάκι περιδιαβαίνει

Πλαντάζοντας στης λίμνης τις όχθες,

Κι ένα αιώνα καρτερούμε

Το μόλις ακουστό των βημάτων θρόϊσμα.

 

Πευκοβελόνες χοντρές κι αγκαθωτές

Σκεπάζουν τα χαμόκλαδα …

Εδώ κείτονταν το  τρίκωχο του

Και τούτος ο αναμαλλιασμένος παλληκαράς.

 

23 Σεπτέμβρη 1911

 

 **

8 ΝΟΕΜΒΡΗ 1913

 

Γέμισε ήλιο το δωμάτιο

Σκόνη κίτρινη και διάφανη.

Ξύπνησα και θυμήθηκα:

Αγαπημένε τώρα δα είναι η γιορτή σου.

 

 

Γι’ αυτό είναι χιονισμένη

Η ζεστασιά μακριά απ’ τα παραθύρια,

Γι’  αυτό , εγώ η ξάγρυπνη,

Σαν από το μοιράδι σου κοιμήθηκα.

∗                     ∗                       ∗

 

Ήρθες να με παρηγορήσεις, αγαπημένε,

Ο πιο τρυφερός, ο πιο καλόκαρδος,

Κιότεψα απ’ το μαξιλάρι για να σηκωθώ,

Και στα παραθύρια τα κάγκελα πυκνά.

 

 

Πεθαμένη, σκέφτηκα, θα με βρεις,

Κι ένα ξεκούδουνο στεφανάκι θα φέρεις.

Όπως μ’ ένα χαμόγελο την καρδιά πονάς  βαριά

Τρυφερός, περιπαιχτικός  και πονεμένος.

 

 

Πόσο βαρύς μού είναι τώρα ο ψυχοπόνος!

Αν μείνεις δίπλα μου ακόμα

Από το Θεό για σένα συχώρεση θα ζητήσω

Και για όσους αγαπάς.

 

Μάης 1913

Πέτερμπουργκ,  Νησί  του Σταυρού

 

**

ΜΠΟΡΙΣ ΠΑΣΤΕΡΝΑΚ

(Ποιητής)

 

Αυτός που ο ίδιος με μάτι αλόγου παραβγαίνει,

Σκαρδαμυκτίζει, κοιτάζει, βλέπει, μαθαίνει,

Και τώρα να σα  λιωμένο διαμάντι

Λαμπυρίζουν οι λακκούβες,  ξεμοντάρεται ο πάγος.

 

Στη μαβιά πάχνη σε νάρκη αυλές

Πλατφόρμες, κούτσουρα, φύλλα, σύννεφα.

Σφύριγμα ατμομηχανής, το χρατς μιας φλούδας καρπουζιού,

Σε μοσχομυρισμένο δέρμα, ένα ευαίσθητο χέρι.

 

Συρίζει, βροντάει, γρυλίζει, σαν κύμα  παφλάζει

Κι’ άξαφνα ησυχάζει –  πού σημαίνει,

Φοβισμένα ξεγλιστράει στις πευκοβελόνες,

Για να μην προγκίξει το χώρο, ένας ύπνος ελαφρύς.

 

Και αυτό σημαίνει, μετράει  το στάρι

Σε άδεια στάχυα, σημαίνει, αυτός

Στην ταφόπλακα του Νταριάλ,[2]  μαύρη και καταραμένη,

Γύρισε πάλι  από κηδεία.

 

 

 

Και πάλι σιγοκαίγεται της Μόσχας η χαύνωση,

Μακριά χτυπάει μια πένθιμη καμπάνα …

Αυτός πού χάθηκε μια ανάσα από το σπίτι,

Εκεί που το χιόνι μέχρι τη μέση και όλα τελειώνουν…

 

 

Γιατί τον καπνό παράβαλε με τον Λαοκόοντα

Έκανε τραγουδίσματα του νεκροταφείου τα γαϊδουράγκαθα,

Γιατί  τον κόσμο γιόμισε με νέο ήχο

Σε νέο χώρο ανακλασμένων στροφών,—

 

 

Ανταμείφθηκε  με μια αιώνια παιδικότητα ,

Με του άστρου την απλοχεριά και την εγρήγορση,

Και όλη η γη ήτανε κληρονομιά του,

Και κείνος με όλους τη μοιράστηκε.

 

 

19 Γενάρη 1936

Λένινγκραντ

 

 

**

Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ ΤΟ 1913

 

Δεν σε γνώρισα στις δόξες σου,

Γνώρισα μόνο το θυελλώδες ξημέρωμα σου,

Αλλά, ίσως, τώρα δίκαια

Θυμάμαι τη μέρα κείνη χρόνων αλλοτινών.

‘Όπως στους στίχους σου δυνάμωναν οι ήχοι,

Καινούργιες ξεπετάχτηκαν φωνές …

Δεν κιότεψαν νεανικά χέρια,

Πύκνωσες εσύ δάση τρομερά.

Ό,τι καταπιάστηκες,  φάνηκε

Αλλοιώτικο, από το πριν.

Ό,τι,  ξέκανες  εσύ,  –  ξεγίνηκε,

Η κάθε λέξη βάραινε καταδίκη.

Μοναχικός και φορές  φουρκισμένος,

Ανυπόμονα εκβίασες τη μοίρα,

‘Ηξερες, γρήγορα θα βγείς  ξέγνοιαστος κι ευτυχισμένος,

Στον αγώνα σου το μεγαλειώδικο.

Κιόλας το σουρτό της φουσκοθαλασιάς βουητό

Ακούστηκε, όταν μας απάγγελνες,

Η βροχή τα μάτια σου λόξευε οργίλα,

Με τη πόλη σε πάλη ανταριασμένη  πιάστηκες.

Κιόλας το όνομα το ανήκουστο

 

Σαν αστραπή στη σάλα τη βαρύθυμη ξεπέταξε,

Έτσι πού τώρα, ολάκερης χώρας φυλαχτό,

Σαν σάλπισμα πολεμικό, να ήχησε.

 

3-10 Μάρτη 1940


Β΄ ΜΕΡΟΣ


ΡΕΚΒΙΕΜ

1935-1940

 

                                  Όχι , και ούτε κάτω από ξενικό στερέωμα,

                                 Ούτε κάτω από τη προστασία ξένων φτερούγων,- 

                               Ήμουνα τότε με το λαό μου,

                               Εκεί, όπου ο λαός μου, δυστυχώς, βρισκότανε

 

 

ΑΦΙΕΡΩΣΗ

 

Μπροστά σε τούτη τη λύπη λυγίζουν τα βουνά,

Σταματάει να κυλά ο μεγάλος ποταμός,

Μα γερές της φυλακής οι σιδεριές,

Και πίσω τους « του κάτεργου τα λαγούμια»

Και η  λιγοθυμιά του θανάτου.

Για κάποιον φυσάει αγέρας φρέσκος,

Για κάποιον έρχεται το λιόγερμα –

Δεν ξέρουμε, παντού είμαστε  έτσι,

Το μόνο πού ακούμε των κλειδαριών το απαίσιο τρίξιμο

Και του φαντάρου τα βαριά βήματα.

Σηκωθήκαμε σαν σε λειτουργία πρωϊνιάτικη,

 

Στη πρωτεύουσα κινήσαμε αλαφιασμένοι,

Εκεί συναντηθήκαμε, χωρίς ανάσα των πεθαμένων,

Ο ήλιος πιο κάτω, κι ο Νέβας πιο θαμπός

Και η ελπίδα έφτανε μακριά το τραγούδι.

Καταδίκη … Κι’ αμέσως τα δάκρυα κυλούν,

Ξεκομμένη από όλα,

Σα να παίρνουν με άλγος τη ζωή από τα στήθια,

 

Σα να τη πετάνε με βία κατάχαμα,

Αλλά προχωράει .. τρεκλίζοντας … Μόνη.

 

Πού είναι τώρα οι φίλες οι αφελείς

Των δυο μου σκυλίσιων χρόνων;

Τι τις ξενίζει στον χιονιά της Σιβηρίας,

Τι τις βαυκαλίζει  στον κύκλο της σελήνης;

Τις στέλνω  τα χαιρετίσματα μου.

 

Μάρτης 1940

 

****

I

 

Σε πήραν την αυγή,

Πίσω σου σαν σε κατευόδιο ήρθα,

Στο δώμα το σκοτεινό έκλαιγαν τα παιδιά,

Στην Παναγιά ένα κερί σπινθήριζε.

Στα χείλη σου η παγωμάρα των εικόνων,

Ένας ιδρώτας θανάτου στο μέτωπο … Πώς να ξεχάσεις!

Σαν τις γυναίκες των στρελίτσων,[1]  θα γίνω,

Κάτω από τους πύργους του Κρεμλίνου να ολολύζω.

 

Νοέμβρης 1935, Μόσχα

 

**

II

 

Ήσυχα κυλάει ο Ντον,

Κίτρινο το φεγγάρι μπαίνει στο σπιτικό.

 

Μπαίνει με τη τραγιάσκα πλαγιαστά.

Του κίτρινου φεγγαριού βλέπει μια σκιά.

 

Είναι τούτη μια γυναίκα που πάσχει

Μια γυναίκα μονάχη.

Ο άντρας στο μνήμα, ο γιός στη φυλακή,

Για μένα να προσευχηθείτε.

 

1938

 

 

***

VIΙΙ

 

ΕΙΣ ΘΑΝΑΤΟΝ

 

Αφού έτσι κι’ αλλιώς θα έρθεις –  γιατί όχι τώρα;

Σε περιμένω – μού είναι πολύ βαρύ.

Έσβησα το φως και  άνοιξα τη πόρτα

Για σένα, τόσο απλός κι’ εκθαμβωτικός.

Πάρε γι’ αυτό όποια θωριά σού πάει,

Όρμησε σαν  χειροβομβίδα φαρμακερή

Η τρύπωσε μ’ ένα μέταλλο,  με τη μαστοριά μπουκαδόρου,

Η σκόρπα δηλητήριο με τύφου χτικιό.

Η μ’ ένα παραμύθι πού επινόησες

Πού το ξέρουμε όλοι μέχρι κορεσμό, –

Ότι θα έβλεπα του νόμου το μπλε πηλίκιο

Και τη  οικοκυρά από το φόβο πελιδνή.

Για μένα τώρα τίποτα δεν αλλάζει. Κυλά ο Γιενισέϊ,

Φωτοβολεί το πολικό αστέρι.

Και το θάμβος το γαλάζιο ματιών αγαπημένων

Ο τρόμος ο έσχατος το αμαυρώνει.

 

19 Αυγούστου 1939

Παλάτι Συντριβανιών

 

 

***

ΑΝΤΡΕΙΩΣΥΝΗ

 

Ξέρουμε το που τώρα είναι στο ζύγι

Κι ό,τι τώρα απογίνεται.

Τώρα που η αντρειοσύνη έλαχε στην ώρα μας

Κι η παλληκαριά δε μας απέλειπε.

 

Ούτε φοβηθήκαμε νεκροί από κανόνια που ξαπλώσαμε

Ούτε μένοντας δίχως στέγη βαρυγκωμήσαμε, –

Και εσένα, ρούσικη γλώσσα, θα σε  φυλάξουμε,

Εξαίσια ρούσικη λέξη.

Λεύτερη και καθάρια θα σε παραδώσουμε,

Στα εγγόνια μας  θε να προσφέρουμε,  κι απ’ την αιχμαλωσιά θα λυτρώσουμε

Για πάντα!

 

 

23 Φλεβάρη 1942

Τασκέντ[2]

 

*****

 

ΖΗΤΩ Η ΕΙΡΗΝΗ

 

21 Δεκέμβρη 1949[3]

 

Ας θυμάται ο κόσμος τούτη τη μέρα για πάντα

Στην αιωνιότητα ας μείνει αυτή η ώρα.

Ο θρύλος θα λέει  για τον άντρα το συνετό

Πού τον καθένα από μας από τον θάνατο έσωσε τον ζοφερό.

 

Αγαλλιάζει όλη η χώρα σε ακτίνες αυγής κεχριμπαρένιας

Και της χαράς της πιο ατόφιας φραγμούς δεν έχει, –

Και η Σαμαρκάνδη η αρχαία, και το πολικό Μουρμάνσκ,

Και το διπλά σωσμένο από τον Στάλιν Λένινγκραντ.

 

Τη γενέθλια μέρα του δάσκαλου και φίλου,

Τραγούδια ευγνωμοσύνης φωτεινής τραγουδούν –

Ας είναι χιονιάδες τριγύρω να λυσσομανούν

Η οι βιολέτες του βουνού να ανθούν.

 

Κι αντηχούν στης Σοβιετικής Ένωσης τις πόλεις

Σ’ όλων των αδελφικών δημοκρατιών τις πόλεις

 

 

Και σε δουλευτάδες, πού στα δεσμά κρατιούνται

Αλλά ο λόγος τους λεύτερος  και περήφανη η ψυχή τους.

 

Και λεύτερα οι σκέψεις τους πετούν στης δόξας τη πρωτεύουσα

Στο Κρεμλίνο το αψηλό – στο μαχητή για το φως το παντοτινό,

Από κει πού μεσάνυχτα ύμνος υψώνεται μεγαλόπρεπος

Και σ’ όλο τον κόσμο αντηχεί χαιρετισμός κι απαντοχή.

 

 

∗      ∗      ∗     ∗

 

Κι ο ηγέτης με τα μάτια τα αετίσια

Από τα ύψη του Κρεμλίνου θώρησε ,

Πόσο υπέροχα λουζόταν στις ακτίνες

Η γη η αναγεννημένη.

 

Και από το ίδιο το μισό του αιώνα

Που τ’ όνομα του τού ’δωσε,

Βλέπει την ανθρώπινη καρδιά,

Πού σαν το κρύσταλλο,  έγινε καθάρια.

 

Των έργων, και των μόχθων του

Βλέπει τους ώριμους καρπούς,

Σειρές θεόρατα κτίρια,

Γέφυρες,  φάμπρικες  και πάρκα.

 

 

Το νου του σε τούτη τη πόλη εμφύσησε

Τις συμφορές μας απόδιωξε,

Γι αυτό της Μόσχας το πνεύμα το ακατάβλητο

Τόσο ρωμαλέο και νεανικό.

 

Και  του λαού πού ευγνωμονεί

Ο ηγέτης ακούει τη φωνή:

« Ήρθαμε

Να πούμε, –

Όπου Στάλιν, εκεί λευτεριά,

Ειρήνη και της γης μεγαλοσύνη!».

 

1949

 

**

 

ΘΕΡΙΝΟΣ ΚΗΠΟΣ

 

Τα τριαντάφυλλα ποθώ , σ’ εκείνο τον κήπο το μοναδικό,

Πού πίσω από τους φράχτες  τα καλύτερα στο κόσμο,

 

Όπου τα’ αγάλματα νιά με θυμούνται,

Κι εγώ στου Νέβα τα νερά αποκάτω τα θυμάμαι.

 

Στη ευωδιασμένη γαλήνη μέσα στις βασιλικές φιλύρες

Των καταρτιών των πλοίων ο τριγμός με συνεπαίρνει.

 

Κι ο κύκνος,  όπως παλιά, πλέει ανά τους αιώνες

Την χάρη θαυμάζοντας του δίδυμου του.

 

Και θανάτου χαυνωμένα χιλιάδες και χιλιάδες βήματα

Εχθρών και φίλων, φίλων και εχθρών.

 

Και των σκιών η πομπή τέλος δεν έχει

Από βάζο γρανιτένιο μέχρι πύλη παλατιού.

 

Εκεί οι λευκές μου οι νύχτες υποτονθορίζουν

Για κάποια αγάπη μεγάλη και κρυφή.

 

Κι όλα μαργαρόρριζας και ίασπι  λάμπουν,

Αλλά της λάμψης η πηγή στο μυστήριο κρυμμένη.

 

9 Ιούλη 1959

Λένινγκραντ

 

***

ΣΟΝΕΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ

 

Εδώ όλα πίσω θα μ’ αφήσουν,

Όλα, ακόμα και  τα γέρικα ψαρόνια,

και τούτος ο αγέρας, ο ανοιξιάτικος,

θαλασσινός ταξιδευτής.

Και η φωνή της αιωνιότητας καλεί

με το αναπόφευκτο του απόκοσμου,

Και στην ανθισμένη κερασιά

Ρίχνει το φέγγος του το καινούργιο φεγγάρι.

Και τόσο απλός φαντάζει

άπεφθος σαν το σμαράγδι

ο δρόμος για το δεν ξέρω πού.

Εκεί πού ανάμεσα στα κουφάρια

των κορμών

είναι πιο φωτεινά

κι’  όλα μοιάζουν

με την αλέα  προς τη λιμνούλα

τού  Τσάρσκογε  Σέλο.

 

16-17 Ιούνη 1958

Κομάροβο

 

Γ΄ ΜΕΡΟΣ

ΠΟΙΗΜΑ ΧΩΡΙΣ ΗΡΩΑ

 

Εισαγωγή

 

Από το χρόνο τον τεσσαρακοστό

  Σαν από πύργο ολόγυρα κοιτάζω.

   Σαν πάλι ν’ αποχαιρετώ

    Μ’ όσους από παλιά σχωρέθηκα,

     Σαν να σταυροκοπήθηκα

       Προτού  σε σκοτεινές κρύπτες  θε να μπώ.

 

  1. Αύγουστος (αεροπορικός συναγερμός)

Πολιορκημένο Λένινγκραντ

 

I.

 

In my hot youth — when George the Third was King..,

Don Juan

 (Στη καυτή μου νιότη – όταν ο Γεώργιος ο Τρίτος ήταν βασιλιάς ..,

Δον Ζουάν

 

 

Άναψα κεριά ιερατικά

Και μαζί μ’ αυτούς που κοντά μου δεν ήρθαν

Το τεσσαρακοστό πρώτο έτος συναντώ.

Αλλά … δύναμη Θεϊκή μαζί μας!

Στο κρύσταλλο λίγνεψε η φλόγα,

«Και το κρασί, σαν φαρμάκι,  καίει».[1]

 

Ξεσπάσματα αυτά απόκοσμης  κουβέντας

Όταν θ’ αναστηθούν  οι αυταπάτες όλες,

Και οι ώρες δε θα χτυπάνε.

Μέτρο δεν έχει η αγωνία μου,

 

Σαν σκιά, στο κατώφλι στέκομαι

Φυλάγοντας βάρδια  το τελευταίο μου απάγκιο.

Και ήχο ακούω αιωρούμενο

Και νοιώθω μια υγρή παγωνιά

Κοκαλώνω,  παγώνω, καίγομαι …

Και σα να θυμόμουνα κάτι,

Λίγο γυρίζοντας πίσω

Σιγοψιθυρίζω:

Κάνατε λάθος:  των δόγηδων η Βενετία –

Εδώ είναι, αλλά οι μάσκες  στην είσοδο

Και οι μανδύες, τα ραβδιά,  οι κορώνες

Πρέπει σήμερα να τ’  αφήσετε,

Αποφάσισα τώρα να σας μικρύνω,

Πρωτοχρονιάτικα αερικά.

 

Εδώ ο Φάουστ, εκεί ο Δον Ζουάν,

Και κάποιος ακόμη μ’ ένα τύμπανο

Τον κατσικοπόδαρο τραβούσε.

Και γι αυτούς παραμέρισαν τα ντουβάρια,

Από μακριά γρύλλισαν οι σειρήνες,

Και σαν θόλος  φούσκωσε το ταβάνι.

 

Όλα καθαρά:  όχι για μένα αλλά ούτε για άλλον!

Δεν ετοιμάστηκε το δείπνο γι αυτούς

Και δεν ετοιμάστηκαν συγχώρεση να ζητήσουν.

Ελπίζω, ακάθαρτη ψυχή

Δεν τολμήσατε να φέρετε εδώ.

 

Ξέχασα τα μαθήματα σας

Λογάδες και ψευτοπροφήτες,

Μα εμένα δεν ξεχάσατε!

Όπως στα περασμένα το μέλλον ωριμάζει,

Έτσι στο μέλλον  το παρελθόν σιγοκαίει –

Αλλόκοτη γιορτή πεθαμένων φύλλων.

 

 

 

* * *

 

Ωστόσο μόνο τους μασκαράδες φοβήθηκα:

Πάντα μού φαινότανε κάπως,

Πως μια απρόβλεπτη σκιά

Χωρίς όνομα και  πρόσωπο

Μεταξύ τους ανακατεύονταν.  Ας ανοίξουμε τη σύναξη

Στην πρωτοχρονιάτικη γιορτή.

 

 

Αυτό το Χοφμανιανό[2] μεσονύχτι

Να το εξιστορήσω από δω κι από κει δεν πρόκειται

Κι αυτό θα το ζητούσα κι από άλλους  …

Για στάσου,

Δεν είσαι, κατά πως φαίνεται, στις  λίστες

Μάγων, αστρολόγων, και  πνευμάτων  – [3]

Ριγωτά μασκαρεμένος με το τόπι

Βαμμένος παρδαλά και χυδαία,

Εσύ – ο συνομήλικος της βελανιδιάς της Μαμβρή,[4]

Ο αιώνιος συνομιλητής του φεγγαριού.

Δεν ξεγελάνε προσποιημένοι στεναγμοί,

 

Γράφεις εσύ νόμους σιδερένιους:

Χαμουραμπί, Λυκούργοι, Σόλωνες

Σε σένα να μαθητεύσουν.

 

Πλάσμα αυτό παράξενης φύσης …

Δεν περιμένει ποδάγρα και φήμη

Στα βιαστικά να τον καθίσουν

Σε βαριούς θρόνους επετειακούς,

 

Αλλά μέσα από ρείκια ανθισμένα μεταφέρει,

Μέσα από τις ερημιές  το κλέος του.

 

Και για τίποτα ένοχος – ούτε γι αυτό,

Ούτε για το άλλο  ούτε για το τρίτο. Στους ποιητές

Γλιστρήματα γενικά  δεν κολλάνε.

Χορεύεις μπροστά στην Κιβωτό της Διαθήκης

Η χάνεσαι .. να τι συμβαίνει, – για τούτα

Καλύτερα τα ποιήματα τους είπαν.

 

Κραυγή:  «Ο ήρωας στο προσκήνιο!»

Μην ανησυχείτε – ο ψιλολέλεκας στην αλλαγή

Το δίχως άλλο βγαίνει τώρα

Και τραγουδάει για την εκδίκηση την ιερή …

Γιατί φεύγετε όλοι μαζί,

Σαν ο καθένας σας να βρήκε νύφη,

 

Αφήνοντας κατάματα

Εμένα στο δείλι σε μαύρο φόντο,

Μέσα απ’ όπου αυτή η ίδια θωρεί

Μέχρι  τώρα άκλαυτη ώρα.

 

 

* * *

 

Άραγε νέου μήνα χωρατά;

Η στ’ αλήθεια κάποιος αλλόκοτος

ανάμεσα  στο φούρνο και το ερμάρι παραστέκει; –

Μέτωπο πελιδνό και μάτια κλειστά …

Δηλαδή – εύθραυστες επιτύμβιες πλάκες,

Δηλαδή – πιο μαλακός από κερί ο γρανίτης.

Βλακείες, βλακείες, βλακείες!  –  από τέτοια βλακεία

Θα ασπρίσω σύντομα

Είτε πλέρια θ’ αλλάξω.

Τι μού νεύεις με το χέρι; …

 

Για ενός λεπτού γαλήνη

Χαρίζω γαλήνη μεταθανάτια!

 

Όλο αυτό δεν χάνεται έτσι άξαφνα …

Σαν μια μουσική φράση

Ακούω λέξεις συγκεχυμένες.

Έπειτα … σκάλες επίπεδες ,

Ριπή αερίου κι από μακριά

Στεντόρεια φωνή:  «Για το θάνατο είμαι έτοιμος!».

 

*************

 

ΑΚΟΜΑ ΓΙΑ ΚΕΙΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

 

(Σπάραγμα)

 

Κι απαίτησα, οι θάμνοι

Να μετέχουν στο παραλήρημα,

Όλους τους αγάπησα, εξόν από σένα

Και αυτόν που σε μένα  δεν  έρχεται …

Είπα στα σύννεφα:

«Λοιπόν εντάξει, εντάξει, πάμε».

Και τα σύννεφα – δεν είναι λέξη,

Κι η μπόρα κατεβάζει  πάλι.

Και τον Αύγουστο άνθισε το γιασεμί,

Και τον Σεπτέμβρη –  το αγριοτριαντάφυλλο,

Και συ με ονειρεύτηκες – μόνη

Όλων μου των συμφορών ένοχη.

 

Φθινόπωρο 1962

Κομάροβο

 

 

* * *

 

Κακό ξέσπασε πρωτοείδωτο,

Δεν θα το απαλλαγείς,

Και μείς τριάδα σε τούτο το δωμάτιο,

Που απ’ όλα φαίνεται χειρότερο.

Με τη μια μπορώ και κουλαντρίζω

Αλλά ποιος μου ξεγλίστρησε την άλλη,

Και πως τώρα μ’ αυτό να ξεμπερδέψω.

Στη μία και συνείδηση και μνήμη,

Και το απόσταγμα των καλύτερων καιρών.

Στην άλλη  – άσβεστη φλόγα.

Η άλλη – δυο μάτια φωτεινά

Κι ένα σύννεφο φτερό.

 

1963



μετάφραση από το πρωτότυπο: Στάθης Λειβαδάς

Πηγή: https://www.poiein.gr/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου