Αργότερα φτάνοντας σ’ ένα πανδοχείο, έλυσα τ’ άλογά
μου. Τα βρήκα καιρό μετά, σ’ ένα συλλαλητήριο ενώ οι
πάντες θρηνούσαν μιαν εξέγερση που δεν έγινε ποτέ.
Άξαφνα ξέσπασε βροχή και τυλιχτήκαμε τα σεντόνια
του κεντρικού νοσοκομείου που ανέμιζαν τότε στα
παράθυρα. Πιο πέρα κοιτάξαμε τα μουντά κτήρια
(αργότερα ξεχάστηκαν σαν φτωχοκομεία). Τότε, λένε,
στην βαριά ομίχλη της εποχής δραπέτευσαν οι
τρελοί, οι ανένταχτοι. Λίγο πιο ψηλά μισοφαινόταν
ο φωνογράφος κι ακουγόταν η φωνή κάτω στα
λιμνάσματα «Προϋπήρξα στους χώρους. Δεν είμ’ εγώ
ο ξένος.
Υπήρξα στους προμαχώνες.
Ξιφομαχώντας με τους προγόνους.
Ξιφομαχώντας με τους ανέμους.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Η θέση του χρόνου, Το Ροδακιό, Αθήνα 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου