Είχε την εντύπωση πως βρισκόταν μέσα σε μία σαραβαλιασμένη βάρκα κι ένας κωπηλάτης πλάι του, που δεν μπορούσε να τον δει και που μασούλαγε αδιάκοπα μούσμουλα -η ξυνή και λίγο σάπια μυρουδιά τους τον χτυπούσε στα ρουθούνια- τραβούσε τα κουπιά που σκίζανε βαριά τα πηχτά νερά. Από τις τρύπες που άνοιγαν, ανεβαίναν για μια στιγμή οι στεναγμοί των πνιγμένων και τους καλούσαν. Μα ο κωπηλάτης, βουβός κι ατάραχος, τραβούσε γερά τα κουπιά, παρασέρνοντας τη βάρκα ολοένα μακρύτερα.
Προτού τον κυριέψει ολότελα η ναυτία, έβαλε όση δύναμη του απόμενε, κατάφερε να ξεσταυρώσει τα χέρια και σηκώνοντας από χάμω το καπάκι, το τράβηξε μ’ ορμή πάνω στην κάσα. Το καρφωμένο μαχαίρι ταλαντεύτηκε, γράφοντας με τη λαβή του άσπρες τροχιές στον αέρα. Στο ελάχιστο διάστημα που χρειάστηκε για να σφαλίσει το καπάκι, πρόλαβε να δει ξανά, για τελευταία φορά, την αδειανή κάμαρά του με τους κατακόκκινους βαμμένους τοίχους· είδε τα παράθυρά της ν’ ανοίγουνε διάπλατα και τον άνεμο να χιμάει και να σβήνει τη φλόγα του καταραμένου κεριού.
Ο κωπηλάτης συνέχισε να τραβάει, αμίλητος πλάι του -μασώντας πάντα τα σαπισμένα του μούσμουλα- ολοένα και πιο γλήγορα τα κουπιά και να οδηγεί τη βάρκα που έτριζε, μέσα από σκοτεινά, ατελείωτα, δίχως όχτες κανάλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου