Έτσι που ’ρθαν τα πράγματα, κανένας, λέμε, δε φταίει. Ο ένας έφυγε
ο άλλος σκοτώθηκε∙ οι άλλοι – πού να λογαριάζεις τώρα;
Οι εποχές συναλλάζονται κανονικά. Οι πικροδάφνες ανθίζουν.
Ο ίσκιος πάει γύρω-γύρω στο δέντρο. Η ασάλευτη στάμνα
έμεινε στο λιοπύρι, στέγνωσε∙ το νερό σώθηκε. Ωστόσο
μπορούσαμε, λέει, να μεταφέρουμε πιο δω, πιο κει τη στάμνα
ανάλογα με την ώρα, με τον ίσκιο, γύρω-γύρω στο δέντρο,
γυρίζοντας ώσπου να βρούμε τον ρυθμό, χορεύοντας, ξεχνώντας
τη στάμνα, το νερό, τη δίψα – μη διψώντας, χορεύοντας.
(20.V.1968)
Από τη συλλογή Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα (1972), Ενότητα: «Πέτρες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου