ΔΙΟΤΙ ΤΙ ΣOΪ ΠΟΙΗΤΗΣ…
Διότι τί σόι ποιητής θα ήσουν φίλε μου αν
Δεν έκρυβες δυό άσσους στο μανίκι σου και
Δεν τους έριχνες στην τσόχα την ώρα πού
Φαίνονταν πώς όλα είχαν τελειώσει ό κερδι-
σμένος είχε απλώσει τα χέρια του κι έμεινε
Αποσβολωμένος όπως ό αναγνώστης σου όταν
– Διασχίζοντας ένα ανθισμένο λιβάδι-
Αντικρίσει ξάφνου την άβυσσο και μείνει
Με το ένα πόδι στα λουλούδια και το άλλο
Κρεμασμένο στο κενό.
ΠΑΛΙΑ ΠΟΙΗΣΗ
Η έννοια μου δεν είναι πού ξενοκοιμάσαι αλλά μην
Τυχόν και μου κρυολογήσεις γιατί οι στίχοι των
Περισσότερων ποιητών μπάζουν μη μου αρρωστήσεις
Και δεν αντέχω τα νοσοκομεία τις μυρωδιές τους
Και το βήχα από φυματικές ομοιοκαταληξίες.
ΠΑΤΡΙΔΑ
Κλαίω όταν έρχομαι κι όταν φεύγω κλαίω κι ο
Χρόνος ανάμεσα νιώθει ανήμπορος κι άχρηστος
Πού δεν τα καταφέρνει να στεγνώσει τα δάκρυά μου.
ΓΙΑΝΝΕΝΑ
Στον Γιώργο Αράγη
Παλιά βροχή απ’ τον καιρό του Αλή
Στη λίμνη και στα γκαλντερίμια από
Βυθισμένο κλαρίνο μοιρολόι –αλί-
Βήματα βιαστικά στα στενορύμια…
ΕΥΧΗ
Ευχής έργον θα ήταν αν οι ποιητές ακουμπούσαμε
Ο ένας στον άλλον- θα μπορούσαμε να περάσουμε
Τις συμπληγάδες χωρίς απώλειες κι όχι όπως τώρα
Πού μας ξεμοναχιάζουν κι έναν-έναν μας λιανίζουν.
ΣΩΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Ι.
Ύστερα από σαράντα τόσα χρόνια συνειδητοποιείς
Πώς ακουμπάς με τον ίδιο τρόπο το ποτήρι στο δίσκο
Περνάς τα δάχτυλα στα μαλλιά σου -τα κάτασπρα πια-
¬Λαχταράς τό βλέμμα των γιων σου και δεν μπορείς
Να ολοκληρώσεις μια πρόταση με αγαπημένα πρόσωπα σε
Ανταμώματα και χωρισμούς χωρίς να σε πνίγει ό λυγμός
Ο ίδιος εκείνος πού τράνταζε το στέρνο του πατέρα σου.
ΙΙ.
Τώρα πού πέσανε και τα τελευταία φύλλα φάνηκαν
Οι φωλιές οι έρημες φωλιές κάτω από έναν γκρίζο
Ετοιμόρροπο ουρανό παρατημένες στο έλεος του
Βοριά και των αχόρταγων βλεμμάτων μας προστατευμένες
Τον καιρό της αναπαραγωγής από την πολύβουη ανθοφορία
Και τα εαρινά δρομολόγια των τραίνων με ανοιχτούς
Γιακάδες βιαστικές χειραψίες κι ένα «χαίρω πολύ»
Κλεμμένα από το χρόνο πού καταβροχθίζει φωλιές εποχές και
Βιαστικές αμαξοστοιχίες με ανυποψίαστους επιβάτες.
ΙΙΙ.
Ανοίγεις το συρτάρι κι απ’ τα παλιά χειρόγραφα
Λέξεις πεταλούδες σ’ αιφνιδιάζουν καθώς πετώντας
Πολυχρωμούν το δωμάτιο κι ή χειροβομβίδα πού
Ακούμπησες βιαστικά -για να προλάβεις τί ;-σ’ ένα
Στρώμα σκουριάς τυλιγμένη χωνεμένη φωτιά με
Ακυρωμένες όλες τις μελλοντικές της εκρήξεις.
IV.
Όποτε τα ‘φερνε δύσκολα δανειζόταν λέξεις από το μεγάλο
Απόθεμα πού κουβαλούσε μέσα του έφτασε όμως στο σημείο
Με το συχνό δανεισμό να μειωθεί επικίνδυνα το ανεξάντλητο
Νταμάρι με λίγα λόγια έτρωγε απ’ τα έτοιμα ενώ θα μπορούσε
Να αρκεστεί στο ένα μοναδικό ποίημα αντί να σπαταλάει εδώ
Κι εκεί στίχους του ποντάροντας σε μιαν επισφαλή προσπάθεια
Αναγνώρισης του ταλέντου του από ευκαιριακούς αναγνώστες.
ΒΡΟΧΗ
Να κι’ ή βροχή πού μας θυμήθηκε
Στη μοναξιά μας μια διακριτική
Βροχή χτυπάει στον τσίγκο για νάρθει
Συντροφιά στα ονειρά μας!
Βρέχει στους παλιομοδίτικους στίχους
Τούς ιαμβικούς στη γριά έμπνευση
Με προσοχή μήπως σαπίσει
Σκάλες και τοίχους
Αποκαμωμένη βροχή από θητείες
Σε φυματικά φθινοπωρινά τοπία
Ξυπόλυτη βροχή αποκλεισμένη σε
Στρατιωτικά νεκροταφεία
Καρφώνει σπόρους λουλουδιών
Στο χώμα πού ‘χε καρπίσει εμβατήρια
Ονόματα και χρονολογίες κι’ ή λησμονιά
Χιονίζει σιωπητήρια.
Πηγή: Tάσος Πορφύρης, Σώμα Κινδύνου, Ύψιλον/βιβλία, 2004.
Αναδημοσίευση από: http://www.poiein.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου