ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
I
Πρώιμα γεννήθηκα στη φλούδα των καιρών
Δεν ενσαρκώθηκα ολόκληρος
Ρίγη ουρανών στο δίχτυ των φλεβών μου
Ανεξιχνίαστο άπειρο στο στήθος μου όπου
Ιχνηλατούν τ’ οριακό σκοτάδι μου
Διάττοντες μνήμης
II
Κάποτε χάνω το πρόσωπό μου και μάταια ψάχνω
Να βρω σημάδια τόπου και χρόνου
Γίνομαι τότε κάτι σαν ένα ρίγος
Που διαπερνά τα πράγματα και τις εποχές τους
Σαν επιστρέφω τρέχω στον καθρέφτη
Αναζητώντας πάλι τον εαυτό μου
Ανακαλύπτω στο βυθό των ματιών μου
Ίχνη ξένων βλεμμάτων
III
Κρύβονται κι άλλα μυστικά στην ύπαρξή μου
Για παράδειγμα ο βόμβος των μελισσών
Το μνημειώδες κελάρυσμα των νερών
Νυχτερινών εντόμων φωταψίες
Όλα τούτα είναι σώμα μου και τα νιώθω
Όπως τα δάχτυλα ή τα χείλη μου
– αλλά ποιος είναι
Ο μικρός καμπούρης νάνος που διαβάζει
Στο κλειδωμένο υπόγειο της ψυχής μου
Μ’ ένα κερί μισοσβησμένης μνήμης
Μυστηριώδη έγγραφα προκτητόρων;
"Οι κόνδορες και το αντιπρανές" (1982)
ΔΟΥΛΤΣΙΝΕΑ
Έρχομαι από τα βάθη των καιρών
απ’ τους βυθούς ενός χαμένου κόσμου
ματαιωμένος εξερευνητής
ιππότης νικητής
ανεμομύλων
Έρχομαι
σέρνοντας τα πολύχρωμα κουρέλια μου
φορώντας
τα επινικελωμένα μου παράσημα
και πάνω στο κεφάλι μου
—κορόνα
και δόξα των ονείρων της ζωής μου—
την άχρηστη λεκάνη του μπαρμπέρη
Έρχομαι τσακισμένος οδοιπόρος
γονυπετής μπροστά στο θαύμα της αγάπης σου
φώτισε με το βλέμμα σου τα σκοτεινά τοπία μου
ρίξε τα χέρια σου γεφύρια στο αχανές μου
βοήθησέ με πάλι να υψωθώ
μέσ’ απ’ τη δίψα των ψυχών
και το πανάρχαιο ρίγος των σωμάτων
"Το άλμπουμ των αποκομμάτων" (2009)
Η ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ
Όμως
ποια να ‘σαι Εσύ που αιφνιδιάζεις
- με τόση λάμψη τόση μουσική -
το σκυθρωπό βασίλειο της σιωπής μου;
Που χείμαρρος φωτός εισβάλλεις ξάφνου
σ' αυτά τα ειρηνικά σκιόφωτα όπου
χρόνια και χρόνια τώρα συντηρώ
τις λιγοστές αναιμικές μου μνήμες;
Μ' αυτή την εκτυφλωτική ομορφιά; Μ’ αυτή
την εκκωφαντική σου παρουσία;
Τι ανακαλεί στο βλέμμα μου η μορφή σου;
Ποιον ουρανό; Ποια μακρινή πατρίδα;
Κι αυτό το αστραφτερό χαμόγελό σου
- σαν άξαφνη αστραπή σε μαύρο φόντο -
ποιο ανέφικτο υπαινίσσεται και ποιες
ακτές πέραν του χρόνου προφητεύει;
Στο φρύδι του γκρεμού με καρτερείς
και με χαμόγελο ήρεμο μου γνέφεις
ανύπαρκτα φτερά να εμπιστευθώ•
παγιδευμένες πτήσεις να τολμήσω
Το άλμπουμ των αποκομμάτων (2009)
ΑΥΤΟΣΥΣΤΑΣΗ
Με λένε Ορέστη – μα στη λέξη
μη σταθείς
παρακαλώ προσπάθησε
πίσω απ’ τη λέξη
να δεις τη νύχτα του χιονιού
– και του αγριμιού
το μάταιο μες στην ερημιά
ν’ ακούσεις κλάμα
"Η λάμψη" (1983)
ΕΝΟΙΚΟΣ
Μα Εσύ ποιος είσαι; Ακούω τα βήματά σου
Στους ήχους των βημάτων μου Ποιος είσαι;
Ακούω το βάθος τής σιωπής σου ως ένα
Πηγάδι σκοτεινό ή ανάσα δέντρου
Ακούω την ύπαρξή σου σαν αγνώστου
Κι απόμακρου ουρανού το κατακρήμνισμα
Κι όμως το ξέρω, μ’ έχεις προσαρτήσει
Με κατοικείς, είμαι το σπίτι σου, έλα
Να ζεσταθείς, σου ανάβω την καρδιά μου
Δεν θέλω ανταμοιβή, δεν σου γυρεύω
Να μου φανερωθείς, σου ανοίγω κιόλας
Τη μυστική καταπακτή βαθιά μου
Να κρύψεις μέσα εκεί τα αινίγματά σου
Δεν σου ζητώ σημάδι παρουσίας
Δέχομαι τον πικρό καρπό της λήθης
Τη μοναξιά – την ερημιά των κόσμων
Σωπαίνω μέσα σ’ όλες τις σιωπές σου
Θα ’μαι το κάστρο σου ως την έσχατη ώρα
"Η Περσεφόνη των γυρισμών" (1974)
ΚΑΙ ΜΗ ΡΩΤΑΣ
ΓΙΑΤΙ ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΕΙΜΑΙ
Είναι που μες στα μάτια σου σαλεύουν
σκιές νεκρών
μορφές αγαπημένων
Είναι που μοιάζεις με ταξίδι στο αχανές
Είναι που δρόμους άλλους φανερώνεις
Είναι που κλείνεις τις
καταπακτές
και στο καινούριο θαύμα ξημερώνεις
Είναι που μες στο φέγγος σου αγρυπνώ
σα να πιστεύω πως
υπάρχω ακόμα
Είναι που σου χρωστώ πολύ ουρανό
Κι εγώ δεν έχω παρά λίγο χώμα
Η ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ
Όμως
ποια να ‘σαι Εσύ που αιφνιδιάζεις
- με τόση λάμψη τόση μουσική -
το σκυθρωπό βασίλειο της σιωπής μου;
Που χείμαρρος φωτός εισβάλλεις ξάφνου
σ' αυτά τα ειρηνικά σκιόφωτα όπου
χρόνια και χρόνια τώρα συντηρώ
τις λιγοστές αναιμικές μου μνήμες;
Μ' αυτή την εκτυφλωτική ομορφιά; Μ’ αυτή
την εκκωφαντική σου παρουσία;
Τι ανακαλεί στο βλέμμα μου η μορφή σου;
Ποιον ουρανό; Ποια μακρινή πατρίδα;
Κι αυτό το αστραφτερό χαμόγελό σου
- σαν άξαφνη αστραπή σε μαύρο φόντο -
ποιο ανέφικτο υπαινίσσεται και ποιες
ακτές πέραν του χρόνου προφητεύει;
Στο φρύδι του γκρεμού με καρτερείς
και με χαμόγελο ήρεμο μου γνέφεις
ανύπαρκτα φτερά να εμπιστευθώ•
παγιδευμένες πτήσεις να τολμήσω
ΨΥΧΟΓΕΝΕΙΑ
Τη νύχτα θεώμαι τα πράγματα
Τη νύχτα προσφεύγω στο θαύμα
Ότι πολύ αλαφρύνεται το αμάρτημα
της ύπαρξής μου με το βάλσαμο της δρόσου
κι ότι πολύ απαλύνεται
με των δακρύων την έξοδο
ή οχλαγωγία της μέριμνας στο στήθος μου
Ω, την ημέρα χαίνουν οι πληγές
ηχούν αργύρια προδοσίας
άχθος και κονιορτός με καταβάλλουν
Όμως τη νύχτα ανοίγονται οι πηγές
βαθαίνουν οι στιγμές σαν περιβόλια
γίνεται η λύπη φως
η μνήμη δέντρο
κελαρυσμοί νερών τ' άχαρα χρόνια
Τη νύχτα
που τα σώματα σιωπούν
και των ψυχών η μουσική αναβλύζει
Ο ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ
Βρίσκω εκκωφαντικά τα γεγονότα
τις διατυπώσεις πληκτικές
το όλον έργο περιττό και χρονοβόρο
Κι αν ίσως κάποτε συμπράττω
θύμα κι εγώ μοιραίων συσχετισμών
όμως κρατώ τις όποιες αποστάσεις
τεκμήρια της αθωότητάς μου
Γι’ αυτό αποφεύγω τους
συνωστισμούς
και προτιμώ τις άδειες παραλίες
φίλος και μνήμων των κυμάτων πάντα
πιστός ακροατής
των οριζόντων
Γι’ αυτό αποφεύγω να
συνομιλώ
και με τον ίδιο ακόμη τον εαυτό μου
Θέλω ν' ακούω ψιθύρους ουρανών
θέλω ν' ακούω τριγμούς
πέραν των τάφων
Σβήστε λοιπόν αυτούς τους προβολείς
μη με διαλύετε στους
ορυμαγδούς σας
αφήστε ν' αφουγκράζομαι γκρεμούς
αφήστε να θωπεύω
τους νεκρούς μου
*
Τι περιμένεις
όταν περιμένεις
το Τίποτα;
Το Τίποτα δε θα ’ρθει
Το Τίποτα είν' εδώ σε περιβάλλει
φοράει λαμπρή στολή κι ωραία πλουμίδια
και τον θαυμάσιο κόσμο προσποιείται
Το Τίποτα είναι χρώματα και λάμψεις
σχήματα και μορφές
κενά και όγκοι
Μάτια που φέγγουν στοχασμό και ρέμβη
Χείλη που στάζουν ηδονή και λήθη
Σώματα που θροούν φωνές που ανθίζουν
Το Τίποτα είναι το χαμόγελό σου
το βλέμμα σου το σιωπηλό σου δάκρυ
Η δίψα της ψυχής σου που δε σβήνει
Το άλλο σου πρόσωπο το βυθισμένο
που σε κοιτάζει από την καταχνιά του
Το Τίποτα είσαι Εσύ. Το μαύρο σου αίμα
Της ύπαρξής σου το βαθύ πηγάδι
ΤΟ ΩΡΑΡΙΟ
Θα πρέπει ωστόσο να παραδεχθείς
πως έχει πλέον η ώρα προχωρήσει
πως πρέπει πια να κλείσεις το πρατήριο
κι αν ίσως
δεν συμπληρώθηκε εντελώς ο χρόνος
αν μένει κάποιο υπόλοιπο ωραρίου
όμως για ποιο σκοπό να περιμένεις
αφού το εμπόρευμα έχει εξαντληθεί
στο δρόμο η κίνηση έχει λιγοστέψει
φίλος δεν θα 'ρθει να σ’ επισκεφθεί
- πού χάθηκαν; Π ώ ς χάθηκαν οι φίλοι; -
και τι να κάνεις πια στον άδειο χώρο
μόνος κι ασάλευτος ένα tableau vivant
μ’ αυτό το κρύο χαμόγελο που μάταια προσποιείται
σβήσε το φως
κλείσε τη θύρα
ηρέμησε
ξέχνα για μια στιγμή την ύπαρξή σου
τα δούναι και λαβείν της κάθε μέρας
τον κουρνιαχτό...το συρφετό της πόλης
Και σκέψου λίγο το βαθύ ουρανό
Τα εκατομμύρια πάνω εκεί των άστρων…
ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Απολείπειν...
Ωραία λοιπόν μας τα ‘πες Κωνσταντίνε...
Μες στο βαθύ μας πόνο να σταθούμε
περήφανοι καθώς ταιριάζει σ' άνδρες
που η Μοίρα δεν μπορεί να καταβάλει.
Κι όπως θα ηχούν ψηλά οι αθέατες άρπες
«τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου»
δίχως κλαυθμούς και μάταιες ικεσίες
την πόλη αυτή που τόσον αγαπήσαμε
την πόλη αυτή που όλη η ζωή μας ήταν
όχι ασυγκίνητοι μα πάντως «ευπρεπείς»
για πάντα ν' αποχωριστούμε.
Σάμπως ποτέ για ‘μάς να μην υπήρξε.
Όμως υπήρξε Κωνσταντίνε. Υπήρξε
Με τα βαθιά της πάρκα τις μεγάλες
λαμπρές λεωφόρους με τα ωραία λουτρά της
τους αρωματισμένους της κοιτώνες
τα μαλακά σα χάδι ανάκλιντρά της
- μάρτυρες τόσων στεναγμών αγάπης...
Κι εξάλλου δε γεννιόμαστε ήρωες όλοι
Λίγοι έχουν σφραγισθεί μ' αυτή τη βούλα
Οι άλλοι εμείς οι απείρως περισσότεροι
άνθρωποι απλοί του καθ' ημέραν βίου
μεγαλωμένοι με το φόβο και τη στέρηση
και την ανίατη νοσταλγία για κάτι
που ωστόσο δε γνωρίσαμε ποτέ
πώς να σταθούμε αράγιστοι μπροστά
στο φοβερό ναυάγιο των ονείρων;
Πώς να μη μας προδώσουν οι οφθαλμοί;
Να μη σαλέψει μέσα μας ο κόσμος;
ΚΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ…
…αδέσποτο σκυλί που μάταια ψάχνει
στο θεϊκό δοχείο απορριμμάτων
*
Με την πυκνότητα της πέτρας ή του σίδερου
ή και του ακόμα πιο πυκνού
θανάτου
*
ΣΚΟΤΑΔΙ
Σκοτείνιασε στην κάμαρα μητέρα
θέλεις ν' ανάψω το κερί
στο μέτωπό σου;
*
ΨΥΧΟΓΕΝΕΙΑ
Τη νύχτα θεώμαι τα πράγματα
Τη νύχτα προσφεύγω στο θαύμα
Ότι πολύ αλαφρύνεται το αμάρτημα
της ύπαρξής μου με το βάλσαμο της δρόσου
κι ότι πολύ απαλύνεται
με των δακρύων την έξοδο
ή οχλαγωγία της μέριμνας στο στήθος μου
Ω, την ημέρα χαίνουν οι πληγές
ηχούν αργύρια προδοσίας
άχθος και κονιορτός με καταβάλλουν
Όμως τη νύχτα ανοίγονται οι πηγές
βαθαίνουν οι στιγμές σαν περιβόλια
γίνεται η λύπη φως
η μνήμη δέντρο
κελαρυσμοί νερών τ' άχαρα χρόνια
Τη νύχτα
που τα σώματα σιωπούν
και των ψυχών η μουσική αναβλύζει
*
ΑΠΟ «ΤΑ ΔΥΟ ΠΡΟΣΩΠΑ»
Μη του εαυτού μου
παραπλήρωμα είσαι;
Το άλλο μισό μου εγώ
το απωλεσμένο;
Μόνο στην άσβηστη βαθιά μου φλόγα
τη βεβαιότητά σου προσεγγίζω
Μόνο στη μοναξιά σ’ ανακαλύπτω
στη σιγαλιά
στο βυθισμένο βλέμμα
Κι αν κρύβεσαι απ’ τα μάτια μου
το ξέρω
την άλλην όρασή μου προετοιμάζεις
Τη μυστική μου ανάβλεψη στο φως σου
Τον προορισμένο μας εντάφιο γάμο
*
Σε αναγγέλλω στο φως
σε καθιδρύω
σε ονομάζω μητέρα των πουλιών
χάδι ζωηφόρο σε κυρτούς αυχένες
Σε αναγνωρίζω δύναμη προστάτιδα
των σπόρων και των λουλουδιών
μήτρα των προφητών και των μαρτύρων
πηγή ζωοδόχο
φθόγγων και χρωμάτων
Υποταγμένος έρχομαι στο κάλος
που με ανυψώνει
και μ’ εκμηδενίζει
*
ΤΟ ΦΑΓΚΟΤΟ
Ανοίγω τη μικρή γυάλινη θύρα
του σκοτεινού παλαιοπωλείου. Χτυπάει
παλιοκαιρνό κουδούνι μα κανένας
δεν έρχεται. Τριγύρω βασιλεύει
τέφρα σιωπής κι ακινησία θανάτου
Ποιος είναι εδώ; ρωτώ
και το κουδούνι
ξαναχτυπά καθώς η θύρα κλείνει
Νιώθω πως είμαι πια παγιδευμένος
σ' ένα ψυχρό νεκροταφείο πραγμάτων
Μισοσβησμένες προσωπογραφίες
παμπάλαια βάζα και μουγκά ρολόγια
ζώα και πετεινά ταριχευμένα
που με κοιτούν με το νεκρό τους βλέμμα
Χαμογελά χορεύτρια πορσελάνης
Μου γνέφει φιλικά μακάριος βούδας
Κάτι σα χνούδι νιώθω να μ' αγγίζει
Ποιος είν' εδώ; ξαναρωτώ
και τότε
φέγγος θαμπό το χώρο πλημμυρίζει
Ξανθό κορίτσι βγάζει το κεφάλι
πίσω από τη ροτόντα και μου λέει
πλησιάζοντας το δάχτυλο στα χείλη
Σιγά μη σας ακούσει και σωπάσει
Παίζει φαγκότο πάλι, τον ακούτε;
Παίζει φαγκότο
Κάτω
Στα θεμέλια
*
COTE D' AZUR
Μπαρ Saint Tropez d' amour
Gitanes και ουίσκι
Νέφος καπνού και πορφυρά κορίτσια
Μια μεθυσμένη κρεολή θυμάται
Σ' ένα ρημάδι φύτρωσα μου λέει
Μεγάλωσα σε παγερούς διαδρόμους
Στο βάθος βλέπω μόνον άσπρους τοίχους
Μια μοναχή προσεύχεται στο ημίφως
Ένας καμπούρης θυρωρός κλειδώνει
Ξάφνου πηδώ το φράχτη και το φόβο
Μέλλοντα ζοφερά με καταπίνουν
Πολλά φανάρια μ' έχουν οδηγήσει
πολλά σημάδια ναυτικών γνωρίζω
πολλών πλανόδιων πωλητών μασχάλες
Παντού καπνός και νυχτωμένοι δρόμοι
κι η μοναξιά σαν το βρεγμένο ρούχο
Νυχτερινό κλωστήριο το μυαλό μου
χτυπούν νερά τα χτένια της ψυχής μου
σπάζουν οι αρμοί και φως με κατακλύζει
Διακρίνετε στο βάθος τις καμπάνες;
Το Ave Maria των πεφορτισμένων;
Η Παναγία της Λούρδης επιστρέφει
διασχίζοντας απέραντες εκτάσεις
σε βάθη σκοτεινών χιλιομέτρων
Γιατί κι η μοίρα κάποτε αστοχεί
Γιατί κι η νύχτα κάποτε
φωτίζει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου