Ἂς παίρνωμε ἁρπακτὰ φιλιά, Ροδόπη, καὶ κλεφτάτη,
πουλάκι μου, ἂς γυρέψωμε παράμερη φωλεά.
Τί γέλοια, νὰ ξεφύγωμε τόσων φυλάκων μάτι!
καὶ τὰ κλεμμένα πάντα ᾽ναι τὰ πιὸ γλυκὰ φιλιά.
Τὰ βάρυπνα τὰ μάτια σου θωροῦνε κουρασμένα
σὰν τώρα νὰ σηκώθηκες, ὡραῖα Πολυμνώ.
Ἡ κόμη σου εἶναι ξέπλεκη κι ὠχρὰ καὶ ξασπρισμένα
τὰ ρόδινά σου μάγουλα, τὸ σῶμα σου χαμνό.
Κι ἂν εἶναι μιᾶς ὀλόνυκτης τούτ᾽ ἀγρυπνίας δῶρα,
τὸν μακαρίζω τρεῖς φορὲς καὶ τὸν δοξολογῶ
ὅποιον μαζί σου ἀγρύπνησεν· ἂν ὅμως λυώνῃς τώρα
γιὰ τὴν ἀγάπη κανενός, θέμου καὶ νἆμ᾽ἐγώ!
Φίλοι, γλυκὺ χαμόγελον ἔχει ἡ πιστή μου Ἑλένη·
μ᾽ ἀπὸ τ᾽ ἁγνά της βλέφαρα καὶ δάκρυ ρέει γλυκύ·
χθὲς ἄδικ᾽ ἀναστέναζε· στὸν ὦμο μου σκυμμένη,
τ᾽ ὡραῖο κεφάλι κάμποσην ὥρ᾽ ἀκουμποῦσ᾽ ἐκεῖ.
Κλαμένην τὴν ἐφίλησα καὶ σὰν τὸ νᾶμα κρήνης
στὰ σμικτὰ πῆγε χείλη μας τὸ κλάμ᾽ ἀναμεσῆς
καὶ μοὖπε ὡς τὴν ἐρώτησα «γιατί τὸ δάκρυ χύνεις;»
«φοβοῦμαι, μὴν ἀφήσῃς με· ὅρκους πατᾶτ᾽ ἐσεῖς!»
Σίμος Μενάρδος, Στέφανος, Ἀθήνα 1971, β’ έκδοση.
~•~
α. Τ᾽ ὄνομά μου―
β. Τί μ᾽ αὐτό;
α. Πατρίδα μου―
β. Καὶ τί μὲ τοῦτο;
α. Εἶμαι ἀπὸ ἔνδοξη γενιά.
β. Κι᾽ ἂν ἤσουν ἀπὸ τιποτένια;
α. Ἄφησα τὴ ζωὴ ἀφοῦ ἔζησα μὲ ὑπόληψη.
β. Κι᾽ ἂν ζοῦσες ἀνυπόληπτα;
α. Καὶ τώρα κείτομαι δῶ.
β. Ποιός εἶσαι καὶ σὲ ποιόν μιλᾶς γι᾽ αὐτά;
Ὡς πότε θ᾽ ἀνταλλάζουμε κλεφτὲς ματιές,
μὲ τρόπο τὴ φωτιά τους κρύβοντας;
Πρέπει νὰ φανερώσουμε τὰ βάσανά μας.
Κι᾽ ἂν κανεὶς ἐμποδίσει τὸ τρυφερὸ ζευγάρωμα
ποὺ θὰ σβήσει τοὺς πόνους μας,
τὸ ξίφος γιατρειὰ καὶ γιὰ τοὺς δυὸ θὰ γίνει.
Εἶναι γλυκύτερο γιὰ μᾶς κοινὸ πάντα
ν᾽ ἀκολουθοῦμε ἢ βίο ἢ θάνατο.
Ἠλίας Κυζηράκος, Ποιήματα ἀπὸ τὴν Παλατινὴ Ἀνθολογία, Ἀθήνα 1962
~•~
Φύλλα ἄφθονα, ποὺ ἀπ᾽ τὰ στεφάνια σου εἴχανε μαδήσει,
τὰ κύπελλά σου, ποὺ τὰ σπάσανε ἡ μέθη κ᾽ ἡ τρέλλα,
οἱ νοτισμένοι ἀπὸ τὰ μῦρα βόστρυχοί σου, τώρα
κυλιοῦνται μὲς στὴν σκόνην: ὅλ᾽ αὐτά, ἀναμνήσεις
τοῦ Ἀναξαγόρα, ποὺ ὑπερβολικὰ σ᾽ εἶχε ἀγαπήσει.
Πόσες νύχτες δὲν πέρασε ὁ ἄτολμος, ἀλήθεια, μπρὸς
στὴν πόρτα σου μὲ τοὺς συντρόφους του, δίχως μιὰ λέξη,
δίχως μιὰν ὄμορφη ὑπόσχεση, μήτε κἂν ἕνα λόγο,
ψεύτικον ἔστω, ζωντανὴ ποὺ θὰ κρατοῦσε πάντα
τὴν ἐλπίδα του! Μάρτυρες ποὺ σὲ κατηγοροῦνε
σήμερα, αὐτὰ τὰ σύμβολα ὅλα ποὺ τὸ χτὲς θρηνοῦνε.
Ἂς τὰ πετάξουμε ἀπὸ πάνω μας αὐτὰ τὰ ροῦχα,
ὄμορφή μου, κι ἂς πλέξουμε τὰ ὁλόγυμνα κορμιά μας,
σάρκα σὲ σάρκα πάνω. Τίποτα νὰ μὴ χωρίζει
τὴ γύμνια σου ἀπ᾽ τὴ γύμνια μου, τί καὶ τὸ πιὸ ἐλαφρό σου
ροῦχο, καθὼς τῆς Σεμιράμιδας τεῖχος τὸ νιώθω,
κι ἂς σμίξουμε στῆθος μὲ στῆθος καὶ χείλη μὲ χείλη.
Ἀλλ᾽ ὕστερα, μὲς στὴ σιωπὴ ἂς τὰ κρύψουμε ὅλα αὐτά:
περιφρονῶ τὸ στόμα κεῖνο ποὺ κλειστὸ δὲ μένει.
Ἄρης Δικταῖος, Σ᾽ ἀναζήτηση τοῦ ἀπόλυτου: Ἱστορικὴ Ἀνθολογία τῆς παγκοσμίου ποιήσεως, Ἀθήνα 1960
~•~
Ἀργεῖ ἡ Κλεόφαντις· κι ὁ τρίτος λύχνος ἀρχίζει
νὰ γέρνει καὶ γρήγορα νὰ μαραίνεται.
Ἂς ἤτανε κι ὁ πυρσὸς τῆς καρδιᾶς μου μὲ τὸ λύχνο μαζὶ
νάσβηνε καὶ νὰ μὴ μ᾽ ἔκαιγε μ᾽ ἄγρυπνο πόθο.
Ἂχ πόσες φορὲς στὴν Κυθέρεια ὁρκίστη πὼς θάρθει τὸ βράδι
μὰ οὔτε ἀνθρώπους λογίζει οὔτε θεοὺς νὰ προσβάλλει.
Προτιμῶ τίς ρυτίδες σου, Φίλιννα
ἀπ᾽ τοὺς χυμοὺς τῶν ἐφήβων.
Ποθῶ μὲ τὶς φοῦχτες ν᾽ ἀδράξω
τὰ βαριὰ γερτὰ μῆλα τοῦ στήθους σου,
παρὰ τ᾽ ὄρθιο βυζὶ μιᾶς παρθένας.
Τὸ φθινόπωρό σου καλύτερο
ἀπ᾽ τὴν ἄνοιξη ἄλλης
κι ἡ χειμωνιά σου πιὸ θερμὴ
ἀπὸ ἄλλης καλοκαίρι.
Ἔχω στὰ χέρια τὰ βυζιά, τὸ στόμα της στὸ στόμα
καὶ τὸν λευκό της τὸ λαιμὸ μὲ πόθο ἀβάσταγο τρυγῶ,
μὰ δὲν τὴν ἀπόκτησα ἀκόμα.
Γυροφέρνω ἐρωτολογώντας μία παρθένα
ποὺ ἀκόμα μ᾽ ἀρνιέται τὴν κλίνη της·
τί τὸν μισό της ἑαυτὸ ἔδωσε στὴν Παφία, στὴν Ἀθηνᾶ
τὸν ἄλλο, κι ἐγὼ λιώνω στὴ μέση.
Τῆς φλογερῆς φωτιᾶς ἔσβησε ἡ μανία.
Ἄλλο δὲν ὑποφέρω Ἀφροδίτη τῆς Πάφου,
ἀργοπεθαίνω ἀπ᾽ τὸ κρύο.
Τὴ σάρκα μου ἀφοῦ σπάραξε
ὁ πικρὸς κι ἀχόρταγος Ἔρως,
λαχανιάζοντας ἕρπει
κόκαλα καὶ ψυχὴ νὰ σπαράξει.
Ὅμοια καὶ στὸ βωμό, ὅλα
τὰ σφάγια ἀφοῦ φάει ἡ φλόγα
ἀπὸ μόνη μαραίνεται καὶ
σβήνει ὡς δὲν ἔχει τροφὴ νὰ τὴ θρέψει.
Ἀνδρέας Λεντάκης, 500 ποιήματα ἀπὸ τὴν Παλατινὴ Ἀνθολογία, Ἀθήνα 1988, β΄ έκδοση.
~•~
Ὦ μάτια, ὦ θρασύτατοι ἐσεῖς ὀφθαλμοί, ἕως πότε, πεῖτε μου,
θὰ ρουφᾶτε τὸ νέκταρ τῶν Ἐρώτων κι ἕως πότε λέτε
νὰ μεθᾶτε μὲ τὸ ἄμιχτο κάλλος τὸ πανσθενές, τὸ ἀνίκητο;
Τὴν ἀφεντιά μου συμβουλεύω νὰ φύγει μακριά σας.
Νὰ πάει ὅσο πιὸ ἀλάργα τὴ στείλει ἡ δύναμή της,
καὶ ἀνενόχλητος ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ κόσμου τ᾽ ἀχόρταγα
καὶ μ᾽ ὅλη μου τὴν ἠρεμία καὶ τὴν ἐσωτερικὴ γαλήνη
νηφάλιες σπονδὲς νὰ προσφέρω στὴν Κύπρη τὴ Μειλίχια.
Ἀλλά… ἀλλὰ κι ἂν πάλι ἐκεῖ μὲ κεντρίσει ὁ οἶστρος,
ὦ μάτια, ὦ θρασύτατοι ἐσεῖς ὀφθαλμοί, δάκρυα ψυχρὰ
νὰ γιομίσετε σᾶς εὔχομαι μέσ᾽ ἀπὸ τὴν καρδιά μου,
κι αὐτὴ νὰ ᾽ν᾽ ἡ τιμωρία σας γιὰ τὸν πόνο ποὺ μοῦ δίνετε.
Ἐσεῖς εἴσαστ᾽ οἱ φταῖχτες οἱ ἀποκλειστικοί, οἱ μόνοι, ἀλίμονο,
πού ᾽χει γίνει ἡ καρδιά μου τοῦ πυρὸς παρανάλωμα.
Ἐγώ, ποὺ νιούτσικος, τῆς οἰστροφόρου Παφίας
τὸν νόμο μὲ πεῖσμα εἶχα ἀρνηθεῖ ν᾽ ἀκολουθήσω,
ἐγώ, ναὶ ἐγώ, ποὺ ἄτρωτος ἔμεινα καὶ ἀλάβωτος
σὰν ἤμουν νέος, καὶ ἀπόκρουα μὲ σθένος ζηλευτὸ
τὰ βέλη τῶν Ἐρώτων ποὺ σὲ ἀφήνουνε παράλυτο,
ἐγώ, νά ᾽με ἐγὼ τώρα!… νά ᾽με μὲ πολιὰ τὴν κεφαλή…
νά ᾽με νὰ κλίνω τὸν αὐχένα γονατιστός, ἱκετευτικὸς
μπροστὰ στὴν Κύπρη καὶ νὰ λέω: Δέξου με, δέξου με,
θεά, δέξου με τώρα, ἀκόμα καὶ μὲ καγχασμούς,
μὲ γέλια, δέξου με ἐσύ, ποὺ καὶ τὴ σοφὴ Παλλάδα
ἐνίκησες παλιά, γιὰ τῶν Ἑσπερίδων ἐκεῖνο τὸ μῆλο.
«Ἄντε γεια!» πά ᾽νὰ σοῦ πῶ, καὶ πάλι δὲ σ᾽ τὸ λέω·
νὰ φύγω κάνω, κι ὅλο δίπλα σου εἶμαι·
τὸ χωρισμὸ μακριά σου πικρότερο τόνε φαντάζομαι πολὺ
κι ἀπὸ τὴν πιὸ ἀποτρόπαιη ἀχερόντεια νύχτα.
Τί θωριὰ μοναδική! Τί φέγγος! Καὶ τί λάμπος!
Σὰν τὴν ἡμέρα λάμπεις, κι ἀκόμα παραπάνω ἐσύ!…
Ἡ μέρα φέγγει, βλέπεις, ναί, μὰ δὲ μιλᾶ,
ἐνῶ ἡ δική σου ἡ λαλιά… ὤ, ἡ λαλιά σου
γλυκύτερη εἶναι κι ἀπ᾽ τῶν Σειρήνων τὸ ἄσμα!
Ἀπ᾽ τὸ δικό σου τραγούδι κρέμονται πάντα
οἱ ἐλπίδες τῆς ψυχούλας μου ὅλες!
Τί τρυφερὰ εἶν᾽ τὰ φιλάκια τῆς Σαπφῶς! Καὶ τί τρυφερὰ
τ᾽ ἄσπρα σὰ χιόνι χέρια της ποὺ σ᾽ ἀγκαλιάζουν! Ἀλλὰ
καὶ ποιό ἀλήθεια μέρος τοῦ κορμιοῦ της δὲν εἶναι τρυφερό;!
Μόνο ἡ ψυχή της εἶν᾽ σκληρή, σὰν τὸ διαμάντι τὸ ἀκατέργαστο…
ποὺ δὲ θέλει μὲ τίποτα νὰ λειανθεῖ, νὰ γλυκάνει στὶς ἄκρες.
Ὁ ἔρωτάς της φτάνει μόνο μέχρι τὰ χείλη καὶ τὸ στόμα.
Σ᾽ ὅλα τ᾽ ἄλλα εἶναι παρθένα. Καὶ σᾶς ρωτῶ: Ἀντέχεται;…
Ἀντέχεται τὸ πράμα αὐτό; Γιατί ὅποιος τ᾽ ἀντέχει αὐτὸ
θ᾽ ἄντεχε, θαρρῶ, καὶ τὴ δίψα ποὺ βασάνιζε τὸν Τάνταλο!
Τ᾽ ὁρκίστηκα νὰ φύγω μακριά σου νὰ χαθῶ, ἀλίμονό μου,
κορίτσι μαργιόλικο, μέχρι νὰ πάει δώδεκα ἡ ὥρα τὸ πρωί,
κι ὁ ταλαίπωρος, νά, δές με, ἐδῶ ᾽μαι πάλι! Μὰ τὸ ναί,
πιὸ μακρὺ κι ἀπὸ δώδεκα φεγγάρια μοῦ ἐφάνηκε
τὸ αὔριο ὣς νά ᾽ρθεῖ, γι᾽ αὐτὸ καὶ ρούπι δὲν τὸ ἐκούνησα!
Σὲ παρακαλῶ, καλή μου, ἱκέτεψε στ᾽ ὄνομά μου τοὺς θεοὺς
νὰ μὴ γράψουν στὰ βιβλία τῶν ποινῶν τὴν ἐπιορκία μου ἐτούτη.
Καὶ μὲ τίς χάρες σου ὅλες καταλάγιαζε τὰ μυαλά μου
τὰ ξεσηκωμένα! Μὴ μὲ βασανίζεις ἄλλο –δὲν μπορῶ…–
λυπήσου με! Καὶ ἐσὺ καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι μάκαρες.
Τὴν εἰκόνα μου, ποὺ σοῦ τὴν εἶχε σὰ σφραγίδα πατημένη
ὁ Ἔρως ὁ θρασὺς βαθιὰ μὲς στὰ θερμά σου φυλλοκάρδια,
τὴ μορφή μου, ἀλίμονο, ἀλίμονο, σβήσει τὴν ἔχεις τώρα…
σβήσει ἐσύ… κι ἐγώ, ὁ φτωχός, ἀλίμονο, ποῦ νὰ τὸ περιμένω;!
Ἐγὼ ὅμως κρατῶ στὰ σώψυχά μου μέσα ἄσβηστα
τῆς ὀμορφιᾶς σου ὅλα τὰ σημάδια καὶ ὅλα τὰ χαράγματα.
Βάρβαρη σκληρὴ καρδιά, θά ᾽βγω παντοῦ καὶ θὰ σὲ καταγγείλω:
καὶ στὸν Φαέθοντα καὶ στὸν Ἅδη καὶ σὲ κρῆτες δικαστὲς θὰ πῶ
νὰ σὲ κρίνουν καὶ νὰ σὲ κατακρίνουνε καὶ νὰ σὲ τιμωρήσουν.
Στὴν κλίνη μου τὴ Θεανὼ μιὰ νύχτα ὁλόκληρη γλεντοῦσα
–εὐρωστία τῆς σαρκός, τῆς νεότητος τ᾽ ὡραῖο σφρίγος–,
ἐκεῖ ποὺ ξάφνου, τὸν Ἀποσπερίτη βρίζοντας, μπήγει τὰ κλάματα,
τί ἐκόντευε νὰ φτάσει στοῦ Ὄλυμπου τὴν πιὸ ψηλὴ κορφὴ
μηνώντας μὲ τὸ φεύγα του αὐτὸς τῆς χαραυγῆς τὸ ἔλα.
Οὐδὲν ἐφημερίοις καταθύμιον ― ποὺ λέει κι ὁ λόγος:
Γιὰ τοὺς θνητοὺς τὰ πάντα ἐφήμερα, φευγάτα καὶ διαβατικά.
Στοὺς λάτρεις τῶν ἐρώτων ἕνα μονάχα θ᾽ ἄξιζε νὰ ζοῦνε ― τοῦτο:
τὴ νύχτα τῶν Κιμμέριων ποὺ οὔτε ἥλιο ξέρει οὔτε καὶ ξημερώματα.
Γιῶργος Κεντρωτής, Τῶν ἐραστῶν τὰ μάτια εἶναι πάντα σὰ βροχή… Παλατινὴ Ἀνθολογία, Βιβλίο Πέμπτο, Ἐπιγράμματα ἐρωτικά, Ἀθήνα 2014
~~~ • ~~~
Κλέψωμεν, Ῥοδόπη, τὰ φιλήματα τήν τ’ ἐρατεινὴν
καὶ περιδηριτὴν Κύπριδος ἐργασίην.
ἡδὺ λαθεῖν φυλάκων τε παναγρέα κανθὸν ἀλύξαι·
φώρια δ’ ἀμφαδίων λέκτρα μελιχρότερα.
Ὄμματά σευ βαρύθουσι, πόθου πνείοντα, Χαρικλοῖ,
οἷά περ ἐκ λέκτρων ἄρτι διεγρομένης·
ἔσκυλται δὲ κόμη, ῥοδέης δ’ ἀμάρυγμα παρειῆς
ὦχρος ἔχει λευκός, καὶ δέμας ἐκλέλυται.
κεἰ μὲν παννυχίῃσιν ὁμιλήσασα παλαίστραις
ταῦτα φέρεις, ὄλβου παντὸς ὑπερπέταται,
ὅς σε περιπλέγδην ἔχε πήχεσιν· εἰ δέ σε τήκει
θερμὸς ἔρως, εἴης εἰς ἐμὲ τηκομένη.
Ἡδύ, φίλοι, μείδημα τὸ Λαΐδος· ἡδὺ καὶ αὐτῶν
ἠπιοδινήτων δάκρυ χέει βλεφάρων.
χθιζά μοι ἀπροφάσιστον ἐπέστενεν, ἐγκλιδὸν ὤμῳ
ἡμετέρῳ κεφαλὴν δηρὸν ἐρεισαμένη.
μυρομένην δὲ φίλησα· τὰ δ’ ὡς δροσερῆς ἀπὸ πηγῆς
δάκρυα μιγνυμένων πῖπτε κατὰ στομάτων.
εἶπε δ’ ἀνειρομένῳ· «Τίνος εἵνεκα δάκρυα λείβεις;» —
«Δείδια, μή με λίπῃς· ἐστὲ γὰρ ὁρκαπάται».
Οὔνομά μοι … —«Τί δὲ τοῦτο;“ —Πατρὶς δέ μοι … —«Ἐς τί δὲ τοῦτο;»—
Κλεινοῦ δ’ εἰμὶ γένους. —«Εἰ γὰρ ἀφαυροτάτου;»—
Ζήσας δ’ ἐνδόξως ἔλιπον βίον. —«Εἰ γὰρ ἀδόξως;»—
Κεῖμαι δ’ ἐνθάδε νῦν. —«Τίς τίνι ταῦτα λέγεις;»
Μέχρι τίνος φλογόεσσαν ὑποκλέπτοντες ὀπωπὴν
φώριον ἀλλήλων βλέμμα τιτυσκόμεθα;
λεκτέον ἀμφαδίην μελεδήματα, κἤν τις ἐρύξῃ
μαλθακὰ λυσιπόνου πλέγματα συζυγίης,
φάρμακον ἀμφοτέροις ξίφος ἔσσεται· ἥδιον ἡμῖν
ξυνὸν ἀεὶ μεθέπειν ἢ βίον ἢ θάνατον.
Σοὶ τὰ λιποστεφάνων διατίλματα μυρία φύλλων,
σοὶ τὰ νοοπλήκτου κλαστὰ κύπελλα μέθης,
βόστρυχα σοὶ τὰ μύροισι δεδευμένα, τῇδε κονίῃ
σκῦλα ποθοβλήτου κεῖται Ἀναξαγόρα,
σοὶ τάδε, Λαΐς, ἅπαντα· παρὰ προθύροις γὰρ ὁ δειλὸς
τοῖσδε, σὺν ἀκρήβαις πολλάκι παννυχίσας,
οὐκ ἔπος, οὐ χαρίεσσαν ὑπόσχεσιν, οὐδὲ μελιχρῆς
ἐλπίδος ὑβριστὴν μῦθον ἐπεσπάσατο,
φεῦ φεῦ, γυιοτακὴς δὲ λιπὼν τάδε σύμβολα κώμων
μέμφεται ἀστρέπτου κάλλεϊ θηλυτέρης.
Ῥίψωμεν, χαρίεσσα, τὰ φάρεα, γυμνὰ δὲ γυμνοῖς
ἐμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην·
μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ· Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνο
τεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν·
στήθεα δ’ ἐζεύχθω τά τε χείλεα· τἆλλα δὲ σιγῇ
κρυπτέον· ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην.
Δηθύνει Κλεόφαντις· ὁ δὲ τρίτος ἄρχεται ἤδη
λύχνος ὑποκλάζειν ἦκα μαραινόμενος.
αἴθε δὲ καὶ κραδίης πυρσὸς συναπέσβετο λύχνῳ
μηδέ μ’ ὑπ’ ἀγρύπνοις δηρὸν ἔκαιε πόθοις.
ἆ πόσα τὴν Κυθέρειαν ἐπώμοσεν ἕσπερος ἥξειν·
ἀλλ’ οὔτ’ ἀνθρώπων φείδεται οὔτε θεῶν.
Πρόκριτός ἐστι, Φίλιννα, τεὴ ῥυτὶς ἢ ὀπὸς ἥβης
πάσης· ἱμείρω δ’ ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις
μᾶλλον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοις
ἢ μαζὸν νεαρῆς ὄρθιον ἡλικίης.
σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄλλης
χεῖμα σὸν ἀλλοτρίου θερμότερον θέρεος.
Μαζοὺς χερσὶν ἔχω, στόματι στόμα, καὶ περὶ δειρὴν
ἄσχετα λυσσώων βόσκομαι ἀργυφέην.
οὔπω δ’ ἀφρογένειαν ὅλην ἕλον· ἀλλ’ ἔτι κάμνω
παρθένον ἀμφιέπων λέκτρον ἀναινομένην.
ἥμισυ γὰρ Παφίῃ, τὸ δ’ ἄρ’ ἥμισυ δῶκεν Ἀθήνῃ·
αὐτὰρ ἐγὼ μέσσος τήκομαι ἀμφοτέρων.
Ἐσβέσθη φλογεροῖο πυρὸς μένος· οὐκέτι κάμνω,
ἀλλὰ καταθνῄσκω ψυχόμενος Παφίῃ.
ἤδη γὰρ μετὰ σάρκα δι’ ὀστέα καὶ φρένας ἕρπει
παμφάγον ἀσθμαίνων οὗτος ὁ πικρὸς Ἔρως.
καὶ φλὸξ ἐν τελεταῖς, ὅτε θύματα πάντα λαφύξῃ
φορβῆς ἠπανίῃ ψύχεται αὐτομάτως.
Ὀφθαλμοί, τέο μέχρις ἀφύσσετε νέκταρ Ἐρώτων,
κάλλεος ἀκρήτου ζωροπόται θρασέες;
τῆλε διαθρέξωμεν, ὅπῃ σθένος· ἐν δὲ γαλήνῃ
νηφάλια σπείσω Κύπριδι Μειλιχίῃ.
εἰ δ’ ἄρα που καὶ κεῖθι κατάσχετος ἔσσομαι οἴστρῳ
γίνεσθε κρυεροῖς δάκρυσι μυδαλέοι,
ἔνδικον ὀτλήσοντες ἀεὶ πόνον· ἐξ ὑμέων γάρ,
φεῦ, πυρὸς ἐς τόσσην ἤλθομεν ἐργασίην.
Ὁ πρὶν ἀμαλθάκτοισιν ὑπὸ φρεσὶν ἡδὺν ἐν ἥβῃ
οἰστροφόρου Παφίης θεσμὸν ἀπειπάμενος,
γυιοβόροις βελέεσσιν ἀνέμβατος ὁ πρὶν Ἐρώτων
αὐχένα σοι κλίνω, Κύπρι, μεσαιπόλιος.
δέξο με καγχαλόωσα, σοφὴν ὅτι Παλλάδα νικᾷς
νῦν πλέον ἢ τὸ πάρος μήλῳ ἐφ’ Ἑσπερίδων.
«Σῴζεό» σοι μέλλων ἐνέπειν, παλίνορσον ἰωὴν
ἂψ ἀνασειράζω καὶ πάλιν ἄγχι μένω·
σὴν γὰρ ἐγὼ δασπλῆτα διάστασιν οἷά τε πικρὴν
νύκτα καταπτήσσω τὴν Ἀχεροντιάδα.
ἤματι γὰρ σέο φέγγος ὁμοίιον· ἀλλὰ τὸ μέν που
ἄφθογγον· σὺ δέ μοι καὶ τὸ λάλημα φέρεις
κεῖνο τὸ Σειρήνων γλυκερώτερον, ᾧ ἔπι πᾶσαι
εἰσὶν ἐμῆς ψυχῆς ἐλπίδες ἐκκρεμέες.
Μαλθακὰ μὲν Σαπφοῦς τὰ φιλήματα, μαλθακὰ γυίων
πλέγματα χιονέων, μαλθακὰ πάντα μέλη,
ψυχὴ δ’ ἐξ ἀδάμαντος ἀπειθέος· ἄχρι γὰρ οἴων
ἔστιν ἔρως στομάτων, τἆλλα δὲ παρθενίης.
καὶ τίς ὑποτλαίη; τάχα τις, τάχα τοῦτο ταλάσσας
δίψαν Τανταλέην τλήσεται εὐμαρέως.
Ὤμοσα μιμνάζειν σέο τηλόθεν, ἀργέτι κούρη,
ἄχρι δυωδεκάτης, ὦ πόποι, ἠριπόλης·
οὐ δ’ ἔτλην ὁ τάλας· τὸ γὰρ αὔριον ἄμμι φαάνθη
τηλοτέρω μήνης, ναὶ μὰ σέ, δωδεκάτης.
ἀλλὰ θεοὺς ἱκέτευε, φίλη, μὴ ταῦτα χαράξαι
ὅρκια ποιναίης νῶτον ὑπὲρ σελίδος·
θέλγε δὲ σαῖς χαρίτεσσιν ἐμὴν φρένα· μηδέ με μάστιξ,
πότνα, κατασμύξῃ καὶ σέο καὶ μακάρων.
Τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς
ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης,
φεῦ φεῦ, νῦν ἀδόκητος ἀπέπτυσας· αὐτὰρ ἐγώ τοι
γραπτὸν ἔχω ψυχῇ σῆς τύπον ἀγλαΐης.
τοῦτον καὶ Φαέθοντι καὶ Ἄϊδι, βάρβαρε, δείξω,
Κρῆσσαν ἐπισπέρχων εἰς σὲ δικασπολίην.
Δάκρυά μοι σπένδουσαν ἐπήρατον οἰκτρὰ Θεανὼ
εἶχον ὑπὲρ λέκτρων πάννυχον ἡμετέρων·
ἐξότε γὰρ πρὸς Ὄλυμπον ἀνέδραμεν ἕσπερος ἀστήρ,
μέμφετο μελλούσης ἄγγελον ἠριπόλης.
οὐδὲν ἐφημερίοις καταθύμιον· εἴ τις Ἐρώτων
λάτρις, νύκτας ἔχειν ὤφελε Κιμμερίων.
Αναδημοσίευση από: https://neoplanodion.gr/2023/03/01/paulos-silentiarios/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου