Τάσος Λειβαδίτης - Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου
Παγωνιάφυσάει στους έρημους δρόμους της πολιτείαςο άνεμος στροβιλίζει τη σκόνηπαρασέρνει τ’ αποτσίγαρα τα σύννεφα τα χαρτιάλίγοι μοναχικοί διαβάτες περνάνε βιαστικοί στους δρόμουςφυσάειφυσάει στις καμινάδες στις στέγες κάτω απ’ τις γέφυρεςφυσάει μες απ’ τ’ αχαμνά σκέλια των κατάδικων που σουλα- τσάρουν στα προαύλια των φυλακώνφυσάει στις ματωμένες κοιλιές των γυναικών που γεννάνε έξω απ’ τις κλειστές πόρτες των νοσοκομείωνφυσάει στις παράγκες στα παραπήγματα στα καπηλειάφυσάει κάτω απ’ τα παλιά ανάχτορα Μνημόσυνο για τους πεσόντες Εξέδρεςτα ψηλά καπέλα των υπουργώνμονύελαγάντιαακριβές γούνεςοι φαντάροι στη γραμμή παρουσιάζουν όπλαπίσω απ’ τις ξιφολόγχες που γυαλίζουνστριμώχνεται ο λαός Φάτσες τετράγωνες ρυτιδωμένεςφάτσες μελανιασμένες απ’ το κρύο μελανιασμένες απ’ τις καπνιέςχοντρά δυνατά σαγώνια σαπισμένα δόντιαμάτια κάτω απ’ τα τσαλακωμένα κασκέτακόκκινα και βλοσυρά Ανάπαυσον ο Θεός τους δούλους σουαλληλούιαφυσάει Ένας γέρος μισοκοιμάται ένας σοβατζής με τη φόρμα του χιονισμένη απ’ ασβέστηδεν υπάρχει διέξοδοςοι Σλάβοι μας απειλούνο πόλεμοςησυχία ησυχία μιλάει ο κύριος υπουργόςο πόλεμοςαλληλούιαφυσάει μες απ’ τα δεκανίκια των σακάτηδων που χτυπάνε τις πόρτες των πολιτειώνφυσάει μες στις κιθάρες των τυφλών που παίζουν στις γωνιές των δρόμωνφυσάει ανάμεσα στα κόκκαλα των νεκρώνΜια γυναίκα σφίγγει τρομαγμένη το παιδί τηςεκείνο πονάει και μπήγει τις φωνέςσκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργόςένας αρτεργάτης φτύνεικαθάρματααλληλούιακι η φτυσιά του πηγμένη απ’ τ’ αλεύρι φουσκώνει σαν προζύμιγια ένα μεγάλο αυριανό ψωμίλάβετε φάγετεφυσάειΕργάτες απ’ τους υπονόμους απ’ τα τσιμεντάδικα απ’ το γκάζισκουπιδιαραίοι χτίστες εργάτες απ’ τα σφαγείαγυναίκες απ’ αυτές που πουλάνε χόρτα στην αγοράκορίτσια που ζεσταίνουνε τα χέρια τους κάτω απ’ τις μασκάλεςκάτι πελώρια κόκκινα χέρια φαγωμένα απ’ τα νερά Το έθνος μας απειλείται…υπέρ βωμών και εστιών…μα πρέπει να συντομεύουμε εξοχώτατε μας περιμένουν για το τσάϊένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπηένας ζητιάνος ξύνει τ’ αχαμνά τουΟ άγνωστος στρατιώτης κρυώνει κάτω απ’ το ψιλό χιονόνεροένας γεράκος αλέθει ένα κάστανο με τα φαφουτιασμένα γού- λια τουμια πουτάνα κρεμασμένη στο μπράτσο ενός αμερικάνου ναύτηένα κορίτσι θυμάται τις παιδικές του προσευχές«και επί γης ειρήνη»φυσάειΦυσάει στα κοκκαλιάρικα απλωμένα χέρια των ζητιάνων στα σκαλοπάτια των εκκλησιώνφυσάει στις ξεπαγιασμένες σιωπηλές ουρές έξω απ’ τα λαίκά συσσίτιαφυσάει στα οργανοτροφεία στα μπορντέλα στα παιδικά άσυλαφυσάειφυσάει– Να διαφυλάξωμεν την ασφάλειαν του έθνους– Θα διώξουν λένε κι άλλους εργάτες αύριο – τι θα γίνουμε– Σας πάει περίφημα η ερμίνα σας αγαπητή μου– Ελεήστε με χριστιανοί, δώστε μου μια δραχμίτσα χριστιανοί– Μακάριοι οι πεινώντες κι οι διψώντες– Κάνε πιο κει ντε το στόμα σου βρωμάει σαν απόπατος– Η ελευθερία της πατρίδος– Την πήγα στο νοσοκομείο μα θέλαν λεφτά…– Απαιτεί να εξοπλισθώμεν– Πέθανε– Φυτίλια για τους αναφτήρες… φυτίλια για τους αναφτήρεςφυσάειτι θα γίνουμεπάρτε αδέρφια έχουμε και φυτίλια για τους δυναμίτεςΦάτσες αυλακωμένες απ’ το χρόνο και τη βλογιάφάτσες σημαδεμένες απ’ την πείνα και τα εργατικά ατυχήματαφάτσες πρισμένες βρώμικες τριχωτέςφάτσες τραβηγμένες απ’ τις τανάλιες ενός άγριου χαμόγελουφάτσες φαρδειές σαν στήθεια μητρικάφάτσες σκληρές σαν αμώνιαΜια γυναίκα βγάζει το στήθος της και θηλάζει ένα κίτρινο μωρόο άνεμος μπερδεύει τα σύννεφατα σύννεφα μπερδεύονται στις σημαίεςο θάνατος περιοδεύει τον κόσμο με τη μάσκα ενός στρατηγούκλαίνε οι γυναίκες πλένοντας τα μαύρα ρούχα τουςοι άνθρωποι κλαίνε στα κατώφλια στις γωνιές των δρόμων στα χωράφιακλαίνε στα χαρακώματα στα νοσοκομεία έξω απ’ τα ταμεία ανεργίαςδάκρυα δάκρυατα μάτια μας θα ζήσουνε και πέρα από το θάνατο μαςγια να κλαίνεφυσάειΟ άνεμος μπερδεύει τις φωνές τα χρόνια τα ηλεχτρικά καλώδιαμπερδεύει τα δόντια ενού καπνεργάτη με τις ξιφολόγχεςμπερδεύει τον υπουργό μ’ ένα μαύρο σκυλίμπερδεύει τον μαστό αυτής της γυναίκας που θηλάζει με τον τρούλλο της γειτονικής εκκλησίαςφυσάειΤα τζάμια των μεγαλουπόλεων είναι θολά βρωμισμένα απ’ τα πεινασμένα χνώτα μαςκαθώς θάβουμε τους νεκρούς έχουν το στόμα τους ανοιχτόοι νεκροί μαςπεινάνεΈνα κοριτσάκι κάθεται στο κατώφλιέχει τυλίξει μ’ ένα πανί, σαν κούκλα, το δεκανίκι του πατέρα τηςκαι το νανουρίζεινάνι νάνιΤα μέγαρα ρίχνουν έναν ίσκιο βαρύ που σπάει τη ραχοκοκ- καλιά μαςτρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοιτα παράθυρα είναι τυφλάφυσάειΜια λεχώνα ουρλιάζει κάτω απ’ τον παραμορφώμενο ουρανόο άντρας της γυρίζει τους δρόμους ζητιανεύοντας ένα κερίν’ ανάψει δίπλα στο νηογέννητοΟι χορταρομαζώχτρες γυρίζουν τα χωράφιαμαζεύοντας στην ποδιά τους σφαίρες σάπιες αρβύλες και κι- τρινισμένα γράμματαά γεννάτε γεννάτε μανάδεςκοιλοπονάτεουρλιάχτε απ’ τους πόνους της γένναςσκίστε τα ρούχα σας και τυλίχτε μη σας κρυώσει το μωρόγεννάτε γεννάτεχρειάζεται κι’ άλλους νεκρούς ο πόλεμοςφυσάειΦυσάει μες απ’ τους σκισμένους αγκώνες των χαμάληδωνφυσάει μες απ’ τα τρύπια βρακιά των ανέργωνφυσάειφυσάει μέσα στην οργισμένη καρδιά του λαούΟ υπουργός χειρονομείπάνω στο χαμηλό μαύρο ουρανότα χέρια του σχεδιάζουν την προδοσίαΜια γρηά σταυροκοπιέται : Κύριε των δυνάμεων– των Δυτικών βέβαια ΔυνάμεωνΈνας οδοκαθαριστής τρέμει απ’ το κρύοτα δόντια του χτυπάνεπαίζοντας ένα υπόκωφο οργισμένο τραγούδιέι αφεντικά…ποιός φώναξεκανείςφυσάειΕργάτες απ’ τη λαχαναγορά απ’ τις πριονοκορδέλες απ’ τα λιπάσματαφορτοεκφορτωτές πλύστρες εργάτες απ’ τα νταμάριατα τσούρμα απ’ τα λιμάνια που κουβαλάνε τα σακιά του αλευριού80 κιλά το καθέναγρηές που καθαρίζουν τα δημόσια αποχωρητήριαμε τα μάτια τους κόκκινα και πρισμένα απ’ την αμμωνίαΟ άνεμος βουίζει στις παρόδους στις πλατείες στους σταθμούςβουίζουν οι στέγες τα σύρματα οι καμπάνεςβουίζουν τα χρόνια που έρχονταιΔυο εργάτες κουβεντιάζουν χαμηλόφωναδεν ακούς τι λένεβλέπεις μονάχα τα πλατειά τους χείλια να σαλεύουνε σαν χέριαέτοιμα να χτυπήσουνΈνα γυαλιστερό αυτοκίνητο σταμάτησεκυλάνε δυο φαλακροί κύριοι και μια χοντροκώλα κυρίαη πατρίς απαιτεί θυσίαςΟι τράπεζες ξαπλωμένες στα φαρδειά παζοδρόμιασαν προϊστορικά ζώα που χωνεύουν τη λεία τουςΗ γρηά κοιτάει τον άγνωστο στρατιώτη γυμνό μες στην παγωνιάβγάζει το σάλι της και προχωράει να σκεπάσει αυτό το γυ- μνό παιδί που κρύωνειΦάτσες τραχειές σαν κούτσουραφάτσες κοφτερές σαν τσεκούριαφάτσες κόκκινες χαλκοπράσινες σταχτιέςφάτσες βαθειές κι απέραντες σαν το βαθύ κι απέραντο ορίζονταχέρια που χτίζουνε τον κόσμο σε μιάν ώρακαι τον γκρεμίζουν σ’ ένα δευτερόλεπτοφάτσες χοντροκομμένες πέτρινες σημαδιακέςΈνας καρβουνιάρης με τα μάτια στο μαύρο μούτρο τουσαν κόκκινα φανάρια κινδύνου μες τη νύχταμια μέραθα λογαριαστούμεποιός φώναξεκανείςφυσάειο πόλεμοςο πόλεμος– απόψε φωνάξαμε όλοι μαζίΟ άνεμος παίρνει το σάλι της γρηάςτο σηκώνει ψηλάτο ξεδιπλώνεικαι το σάλι μεγαλώνει μεγαλώνεικαι σαν ένα τεράστιο μαύρο χταπόδιαδράχνει την πολιτείαΟ άνεμος μπερδεύει τους δρόμους τις χρονολογίες τα πρόσωπαπαρασέρνει τη σκόνη απ’ τα πεδία των μαχώναυτή η σκόνη θάβει σιγά – σιγά την Ευρώπηφυσάει στα χωράφια στα λιμάνια στα ξέστραταπάνω στα τζάμια μας αντιφεγγίζουν οι μεγάλες πυρκαγιές της Ασίαςένα σινιάλο ουρλιάζει μες τη νύχταS.O.SS.O.Sποιός κινδυνεύειφυσάει μες στα μεγάλα τούνελ που περνάν τα τραίνα γεμάτα φαντάρους και σκοτεινιάπου πάνεS.O.Sο κόσμος βουλιάζειφυσάει στους λόφους στα σταυροδρόμια στις εκκλησίεςοι γερμανίδες τραγουδάνε καθισμένες στα κατώφλια τρείς φίλοι κινάνε και πέρα τραβούν στο Ρήνο να πάνε…πήγαιναν οι φίλοι όταν στο δρόμο ξαφνικάτους βρήκε ο πόλεμοςτώρα σαπίζουνε θαμένοι σ’ έναν ξένο τόπο στο Ρήνο να πάνε κρασάκι να πιούν…ο άνεμος μπερδεύει τις χειρονομίες τα γεγονότα τα αίματαμετατοπίζει τα σύνορα κουρελιάζει τους γεωγραφικούς χάρτεςαναποδογυρίζει το άγαλμα της Ελευθερίας και στη θέση του μπήγει έναν τεράστιο ξύλινο σταυρόπαρασέρνει τα σύννεφα τα έθνη τις πυρκαγιέςφυσάειφυσάει παράξενα απόψε ο άνεμος αλλάζοντας το σχέδιο του κόσμουΟι φαντάροι χτυπάνε τα πόδια τους να ζεσταθούνγλιστράει το χιονόνερο πάνω στα κράνημετά τον κύριο υπουργό ένας στρατηγός ανεβαίνει στο βήμαχάιλ Χίτλερώ με συγχωρείτεη ελευθερία της πατρίδος – ήθελα να πωτα γάντια χειροκροτούνκάτω απ’ τα τριμμένα πανωφόρια των παιδιώνξεχωρίζεις τις μυτερές υποσιτισμένες ωμοπλάτεςΜια παρέα κορίτσια χαχανίζεικοιτώντας το ξεκούμπωτο βρακί ενός μεθυσμένουΤο κοριτσάκι όλο μουρμουράεινάνι νάνιμα το δεκανίκι δεν μπορεί να κοιμηθεί– θυμάται τον πόλεμοφυσάειΦάτσες από κατράμι φάτσες από μπετόνχοντρά δυνατά σαγώνια γυμνασμένα απ’ τις αμασίεςμάτια που κι απ’ τις ξιφολόγχες κόβουν πιό καλάτα χέρια τους είναι έτοιμα να σώσουνε τον κόσμοεις τους αιώνας των αιώνωνΠιο σιγά λοιπόνπιο σιγάθα ξυπνήσετε τους νεκρούς –θα ξυπνήσουμεφυσάει στους καταφρονεμένους και τους γυμνούς Κάποιος πέφτειποιός είναι ποιός είναιδυο αστυφύλακες τρέχουντίποτα τίποταένας άνεργοςλιγοθύμισεφυσάειμπορέι και να πέθανεαλληλούιατα σταυροδρόμια σαν μεγάλοι σταυροί ακουμπισμένοι στο χώμαοι ξιφολόγχες γυαλίζουνπάντα ματαιότης τα ανθρώπιναρουφιάνοιοι μελανιασμένες φάτσεςο άνεμος τι θα γίνουμε φυσάειαλληλούια αλληλούια αλληλούιαΚι έγινε τότε μεγάλη σιωπή.Κι άρχισε ο ήλιος να κατεβαίνει μέσα στις φλόγες της δύσης.Κι ο ουρανός έγινε κόκκινος. Και το χώμα κόκκινο. Σαν αίμα.Και δεν ακουγόταν τίποτα σ’ όλη τη γη.Και προβάλλοντας σιγά – σιγά πίσω απ’ τα υψώματαμεγάλες σκοτεινές φάλαγγες φάνηκαν νάρχονται.Απ’ τις πεδιάδες, απ’ τα φαράγγια, απ’ τις χαράδρες, απ’ τα βουνάαπ’ όλους τους δρόμους φάνηκαν νάρχονταιοι νεκροί του πολέμου. Ξετυλίγονταν σε μακριές μαύρες σειρές σα να πηγαίναν σε μάχη.Και προχωρούσαν σέρνοντας τα βήματα τους και τρικλίζονταςτο κορμί τους έγερνε μπροστά σα νάχαν πολύ περπατήσεισα νάχαν κουραστεί να περιμένουν τόσο πολύΚαι προχωρούσαν κουτσαίνοντας και σαλεύαν αργά ως το βά- θος του κόσμου.Και κάθε τόσο τρεμούλιαζε η γης, ύστερα έσκαγε κι άνοιγεένα μαυροπράσινο χέρι έβγαινε απ’ το χώμα και τέντωνε τα σάπια δάχτυλα.Οι νεκροί ανακλαδίζονταν και σηκώνονταν όρθιοιΚαι πατόυσαν πάνω στους άλλους νεκρούς και προχωρούσανκαι σερνόντουσαν κι αυτοί στο χώμα κι αρπάζονταν απ’ τις χλαίνες των άλλων κι ανασηκώνοντανκαι σμίγαν τις φάλαγγες και πλήθαιναν και προχωρούσανεκατομμύρια νεκροί.Κι ανάβαν κόκκινοι οι ορίζοντες σα να καιγόταν ο κόσμος.Ερχόντουσαν απ’ τα χαρακώματα, απ’ τις υπόγειες στοές, απ’ τις τρύπεςερχόντουσαν απ’ τους ομαδικούς τάφους τους ανοιγμένους στις πεδιάδεςεκεί που τους είχαν σωριάσει γρήγορα – γρήγορα σα να φτυα- ρίζαν ένα σωρό κοπριά.Ερχόντουσαν με τις κομματιασμένες, ματωμένες χλαίνες τους σκεπασμένες απο ένα παχύ στρώμα λάσπημε τα μάτια τους γυάλινα, πελώρια ανοιγμένα, όπως μείναν την ώρα που τους κάρφωναν την ξιφολόγχημε το στόμα συσπασμένο, σκισμένο απ’ την τελευταία κραυγή.Ερχόντουσαν απ’ τα σταχτιά, ερημωμένα πεδία της μάχηςμε τα πρόσωπα χωματένια, παραμορφωμένακαθώς την ώρα που έπεσαν, οι άλλοι τρέχοντας πατούσαν πά- νω τους και προχωρούσανκι όλη τη μέρα, αρβύλες ρόδες άλογα, τους ποδοπατούσαν ανάμεσα στις κανονιές και τον καπνό.Ερχόντουσαν ξεκοιλιασμένοι, σπαραγμένοι, σαπισμένοιανασαίνοντας δύσκολα με το κεφάλι ανεστραμένο και το στόμα, σαν μια πληγιασμένη τρύπα, ανοιχτόΚαι προχωρούσαν αργά μέσα στο κόκκινο πελώριο ηλιοβα- σίλεμα.Άλλοι κρατούσαν με τα χέρια τους τα χυμένα τους σπλάχναάλλοι βαστούσαν σαν ντουφέκια στους ώμους τούς ξεριζωμέ- νους σταυρούςάλλοι με τα κομμάτια της οβίδας ακόμα καρφωμένα στα κόκ- καλά τουςκι άλλοι με γαντζωμένα πάνω τους τα συρματοπλέγματα, όπως τάχαν αγκαλιάσει την ώρα που τους θέριζε το πολυ- βολο. Κι απ’ τις βομβαρδισμένες πολιτείες γυναίκες ερχόντουσαν αναμαλλιασμένεςσφίγγοντας στο σαπισμένο βυζί τους τα κομματιασμένα βρέφη τους.Και σκελετοί μαύροι καρβουνιασμένοι στα κρεματόριαμε χέρια καμμένα, στρεβλωμένα, σα ρίζες δέντρου, απ’ την αγωνία.Και προχωρούσαν βαρειά, γυαλίζοντας από έναν παχύ λιπαρό ιδρώταμ’ ένα ηλίθιο γέλιο όπως γελάνε αυτοί που δεν περιμένουν πια τίποταόπως γελάνε εκείνοι που έχουν αποφασίσει κάτι τρομαχτικό.Και προχωρούσαν και συστρέφονταν κι ανεβοκατέβαινανκαι κουλουριάζονταν και πλήθαιναν και προχωρούσαντόπο, τόπο, κάντε τόπο στους νεκρούς.Και κατέβαινε ο ήλιος μέσα στις φλόγες του δειλινού.Που πάνε που πάνεσταματήστε τουςοι στρατηγοί χειρονομούνοι υπουργοί κι οι πόρνες τρέμουνσταματήστε τουςΤα ψηλά καπέλα πέφτουνοι γούνες ξαναγίνονται ζώα και τους δαγκώνουν το λαιμόο τεράστιος ίσκιος των νεκρών τους συνθλίβει τα κόκκαλακάτω απ’ αυτόν τον ασήκωτο ίσκιο ζαρώνουν οι επίσημοισαν φυσαρμόνικες που κλείνουνΣτρατιώτες επιτεθήτεαξιωματικοί επιτεθήτεόλοι οι λόχοι όλα τα όπλαεπιτεθήτεΟι μεγαλόσταυροι μπήγουν τα δόντια τους στα στήθεια των στρατηγώντα μάτια τους τρομαγμένα χύνονται στην άσφαλτο και σα- λεύουν σαν αράχνεςπως να σκοτώσουμε τους σκοτωμένους εξοχώτατοιχι – χι – χιΟι φαντάροι είναι κίτρινοιτα όπλα στα χέρια τους αλλάζουν και γίνονται δεκανίκιαύστερα αλλάζουν και γίνονται κεριάύστερα αλλάζουνκαι δεν υπάρχουν μήτε όπλα μήτε στρατιώτες πιαΟι νεκροί προχωράνε αμίλητοιαναποδογυρίζουν τα καμιόνια αναποδογυρίζουν τα τάνκςπατάνε πάνω στις ξιφολόγχες και τις σάλπιγγεςΕπιτεθήτεχι – χι – χιΜια γυναίκα ουρλιάζει : γιέ μουκαι χύνεται στα πόδια ενός νεκρούένας νταμαρτζής φωνάζειμαζί τουςένας χτίστης : δολοφόνοιένας αχθοφόρος σηκώνει το χέρι τουκι η γροθιά του πελωρια κρέμεται πάνω απ’ τα μέγαραβοήθειαμαζί τουςδολοφόνοιγιέ μου γιέ μου…Και τότε ξανάρχισε ο άνεμοςΚι ολάκαιρο το πλήθος σάλεψε κι άρχισε να προχωράειένα δάσος από σηκωμένες γροθιέςένα απέραντο βουητόειρήνηειρήνηΤα μεγάλα ρολόγια των πολιτειών τρίζουν καθώς σπρώχνουν τον χρόνο οι χτίστες κατεβαίνουν απ’ τις σκαλωσιές και προχωράνεαυτοί που στρώνουνε τις δημοσιές βάζουν τις αξίνες στους ώμους τους και προχωράνεειρήνηειρήνηΟι τοίχοι τα σπίτια οι πλατείες οι σταθμοίκοιτάζουν έκπληχτα αυτό το σκοτεινό πλήθοςπου κάνει τον κόσμο να τρέμεικαι να ξαναγεννιέταιέρχονται απ’ τα ορυχεία απ’ τα χαντάκια απ’ τους υπονόμουςέρχονται απ’τα βάθη του χρόνου καβάλα στους οδοστρω- τήρεςακούστεαγκομαχάνε οι ρόδες τους σαν την ανάσα της ιστορίαςΟι χωριάτες αρπάζουν τα δικράνια τους και προχωράνεο άνεμος βουίζει μες στα στάχια βελάζουν τα μοσκάρια στις αυλέςξύλα κι αξίνες ανεμίζουν στον αέραοι δρόμοι αυτά τα πελώρια λαρύγγια του κόσμουσφυροκοπάνε από κραυγέςερχόμαστεπαραμερίστεκατεβαίνουμε σαν μια χιονοστιβάδα που όσο κατηφορίζει με- γαλώνειΜια απέραντη θέρμη απο χιλιάδες χνώτατα κεριά λυώνουν μονομιάς στο βάθος των εκκλησιώντραντάζεται ο θόλος τ’ ουρανού απ’ τα μεγάλα καρδιοχτύπιαερχόμαστε από πολύ μακριάπηγαίνουμε πολύ μακριάβαδίσαμε μες στη λάσπη και το αίμαβαδίσαμε πάνω στα κόκκαλα των παιδιών μαςβαδίσαμε χιλιάδες χρόνια για νάρθουμεφάτσες σημαδεμένες απ’ τα οξέα και τις μπαλνταδιές του μέλ- λοντοςχέρια που παίζουνε σαν παιχνιδάκια τις βαρειές και την τύχη του κόσμουειρήνηΣφυρίζουν τα τραίναμια μεγάλη βουή απ’ όλα τα σημεία του ορίζονταχιλιάδες χέρια αδράχνουν και χτυπάνε τις καμπάνεςοι κουλοχέρηδες αρπάζουν με τα δόντια τους και τραβάνε τα σκοινιάοι γυναίκες αρπάζουν τα μωρά τους και τα σηκώνουν ψηλά σαν λάβαραο άνεμος φυσάει τα μαλλιά τουςο άνεμος φυσάει και ξεδιπλώνει σαν σημαίες τα μαλλιά τουςθέλουμε να σπείρουμεθέλουμε να υφάνουμεθέλουμε να γεννήσουμεειρήνηειρήνηΟ άνεμος σκίζει τα σύννεφακαι πάνω σ’ αυτά τα κουρελιασμένα πλήθηπέφτει ξαφνικά ένας καταράχτης φωςείμαστε εμείς που ζυμώνουμε και δεν έχουμε ψωμίεμείς που βγάζουμε το κάρβουνο και κρυώνουμεείμαστε εμείς που δεν έχουμε τίποτακι ερχόμαστε να πάρουμε τον κόσμοειρήνηειρήνηείμαστε οι προλετάριοιΣαν μια αστράπη το αύριο αυλακώνει τις πρωτεύουσεςοι πολιτείες φαρδαίνουνε σπρωγμένες απ’ τους αγκώνες του πλήθουςοι περαστικές σκιές πέφτουν τραχειές πάνω στα μέγαρα σαν αξίνεςαυτός ο θόρυβος είναι ο σφυγμός ενός πελώριου πυρετού– θάλεγες πως το ίδιο το μέλλον βαδίζει σήμεραΟι τυφλοί πίσω απ’ το σκοτάδι τους με τρεμέμενα ρουθούνιαμυρίζονται αυτόν τον ήλιο που πάει ν’ ανατείλειείμαστε εμείς που γκρεμιζόμαστε απ’ τις σκαλωσιέςεμείς που μας θάβουν οι στοές των ορυχείωνεμείς που πέφτουμε ουρλιάζοντας μες τα λυωμένα μέταλλαειρήνηειρήνηο άνεμος που σας παρασέρνει απόψεέρχεται απ’ τα χνώτα μας και τα φυσερά μαςΧιλιάδες άνθρωποι προχωράνεβλοσυροίχοντροκομμένοιβρώμικοιμην πιστεύοντας στο Θεόκουβαλώντας σαν ένα καινούργιο πελώριο Θεότη δύναμη τουςείμαστε εμείς που κλαίμε σ’ όλες τις γωνιές του κόσμουεμείς που βλαστημάμε όλα τα ιερά του κόσμουείμαστε εμείς που τραγουδάμε σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμουειρήνηειρήνηΠροχωράνε απ’ όλα τα σημεία της γηςμε τις χοντρές πατούσες τους γκρεμίζοντας τα σύνοραμε τα σκληρά ροζασμένα χέρια τους σχεδιάζοντας πάνω στο κόκκινον ορίζοντατις φαρδειές χειρονομίες ενός καινούργιου πεπρωμένουΚαι πίσω έρχεται ο άνεμοςπίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμοςπίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος βουίζονταςειρήνηειρήνηε ι ρ ή ν η΄
Ποίηση, τ.1. εκδ. Μονόδρομος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου