Δεν υπάρχει άντρας που νά ’χει αφήσει σημάδι
πάνω της. Μα κι αν είχε, σαν σ’ όνειρο εσβήστη·
σα δρομάκι πρωινό μένει μόνη της πάλι.
Αν δεν της έχουν φάει τον ιδρώτα ξανά, θα
σου γελάσει ίσως. Τα δυό της μάγουλα κάθε
φορά πάλι θα λάμψουνε.
Δεν μαζευτήκαν
στο δικό της το πρόσωπο οι μέρες, το αχνό να
σβήσουν το γέλιο που απάνω στα πράγματα θα
σκορπιστεί. Με σκληρή απαντοχή πάντα κάνει
ό,τι κάνει, και πάντα πως πρώτη της είναι
σου απαντάει φορά, πλην τήνε ζει ώς το τέλος
σαν ποτέ να μην είχε ξανά ζήσει τέτοια.
Μετά ανοίγει το σώμα της το δυνατό, το
μαζεμένο της βλέμμα το πίνει η φωνίτσα η
χαμηλή και λιγάκι βραχνή κάποιανου άντρα
κουρασμένου. Αυτήν κούραση δεν την αγγίζει.
Κοιτάς το στόμα της· ρίχνει κάτω το βλέμμα,
καρτερά – μα κανείς δεν τολμά να σαλέψει.
Το χαμόγελό της το διφορούμενο, το ύπτιο
όλοι το ξέρουν· μούτρα κρατάει πότε-πότε.
Οι άντρες, που την ακούσαν σα βόγκαε με πόνο,
απ’ τον έρωτα ταπεινωμένη, πληρώνουν
μέρα τη μέρα ανυπερθέτως, μην νογώντας
πως εκείνη το σήμερα ζει το δικό της.
Μοναχή μετά χαμογελάει περπατώντας
— με χαμόγελο πάει διφορούμενο πάντα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου